This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62018TN0345
Case T-345/18: Action brought on 1 June 2018 — BNP Paribas v ECB
Υπόθεση T-345/18: Προσφυγή της 1ης Ιουνίου 2018 — BNP Paribas κατά ΕΚΤ
Υπόθεση T-345/18: Προσφυγή της 1ης Ιουνίου 2018 — BNP Paribas κατά ΕΚΤ
ΕΕ C 268 της 30.7.2018, pp. 43–44
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
Υπόθεση T-345/18: Προσφυγή της 1ης Ιουνίου 2018 — BNP Paribas κατά ΕΚΤ
Προσφυγή της 1ης Ιουνίου 2018 — BNP Paribas κατά ΕΚΤ
(Υπόθεση T-345/18)
2018/C 268/53Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλικήΔιάδικοι
Προσφεύγουσα: BNP Paribas (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωποι: A. Gosset-Grainville, M. Trabucchi και M. Dalon, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Αιτήματα
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της ΕΚΤ αριθ. ECB-SSM-2018-FRBNP-17 της 26ης Απριλίου 2018, και ειδικότερα τις παραγράφους 9.1, 9.2 και 9.3, στον βαθμό που επιβάλλει συμψηφισμό των αμετάκλητων δεσμεύσεων πληρωμής οι οποίες έχουν αναληφθεί έναντι του Ενιαίου ταμείου εξυγιάνσεως, των εθνικών ταμείων εξυγιάνσεως και των εθνικών συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, με το κεφάλαιο κοινών μετοχών κατηγορίας 1, σε ατομική, υποενοποιημένη και ενοποιημένη βάση· |
— |
να καταδικάσει την ΕΚΤ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Προς στήριξη της προσφυγής, προβάλλονται τέσσερις λόγοι ακυρώσεως.
1. |
Με τον πρώτο λόγο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομικής βάσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίζει νέο κανόνα γενικής ισχύος ο οποίος υπερβαίνει σαφώς το νομικό πλαίσιο που διέπει την άσκηση από την καθής της αποστολής της για προληπτική εποπτεία. Επιπλέον, λαμβάνοντας απόφαση χωρίς προηγούμενη ανάλυση του κινδύνου φερεγγυότητας και ρευστότητας και χωρίς να ληφθεί υπόψη το προφίλ κινδύνου της προσφεύγουσας, η καθής υπερέβη τα όρια των εξουσιών που προβλέπουν τα άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο στ', και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63) (στο εξής: κανονισμός ΕΕΜ). Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γ', του κανονισμού ΕΕΜ δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να δράσει για να διασφαλίσει «καλύτερη πληροφόρηση σε σχέση με τους κινδύνους» και ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 1, στοιχείο στ', και 16, παράγραφος 2, στοιχείο δ', του κανονισμού ΕΕΜ δεν επιτρέπουν τη λήψη προληπτικών μέτρων σε σχέση με στοιχεία εκτός ισολογισμού. |
2. |
Με τον δεύτερο λόγο η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που η καθής ερμήνευσε κατά τρόπο εσφαλμένο τα κοινοτικά κείμενα που επιτρέπουν στα πιστωτικά ιδρύματα να αναλάβουν αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής (στο εξής: ΑΔΠ) προκειμένου να εκπληρώσουν μέρος των υποχρεώσεών τους έναντι των εθνικών ταμείων εξυγιάνσεως και των εθνικών συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων. Η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στους στόχους και τους σκοπούς των εφαρμοστέων κανόνων, στο μέτρο που αντιβαίνει προς την εκπεφρασμένη πρόθεση του νομοθέτη κατά τη θέπιση των κειμένων αυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εν λόγω απόφαση καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τις επίμαχες διατάξεις. |
3. |
Με τον τρίτο λόγο η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, στον βαθμό που η επιβολή του συμψηφισμού των ΑΔΠ των ιδίων κεφαλαίων ήταν ακατάλληλη και μη αναγκαία έναντι ενός κινδύνου καθαρά υποθετικού και ο οποίος είχε ήδη καλυφθεί. Κατά την προσφεύγουσα, το μέτρο αυτό είναι δυσανάλογο, λαμβανομένου υπόψη του στόχου που έχει θέσει η ίδια η ΕΚΤ, και ο οποίος συνίσταται στο να «παρέχεται επαρκής πληροφόρηση για τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους». |
4. |
Με τον τέταρτο λόγο η προσφεύγουσα προβάλλει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η καθής, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο (συμψηφισμός των ίδιων κεφαλαίων) το οποίο είναι προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε (να παρέχει επαρκή πληροφόρηση για τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους), παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, διότι δεν συνήγαγε τις δέουσες συνέπειες από τις δικές της εκτιμήσεις. |