9.2.2008 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 37/27 |
Προσφυγή της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Ryanair κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-441/07)
(2008/C 37/43)
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ryanair Ltd (Δουβλίνο, Ιρλανδία) (εκπρόσωπος: E. Vahida, δικηγόρος)
Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:
— |
να διαπιστώσει, κατά το άρθρο 232 ΕΚ, ότι η Επιτροπή παρέβη τις υποχρεώσεις της από τη Συνθήκη ΕΚ διότι δεν έλαβε θέση επί της καταγγελίας την οποία της υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 3 Νοεμβρίου 2005 και την οποία ακολούθησε έγγραφο οχλήσεως της 2ας Αυγούστου 2007· |
— |
να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει το σύνολο των εξόδων, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία έχει υποβληθεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ακόμη και αν, κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής, η Επιτροπή προβεί σε ενέργειες οι οποίες, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, αίρουν την ανάγκη εκδόσεως αποφάσεως ή αν το Πρωτοδικείο απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη· και |
— |
να λάβει κάθε περαιτέρω, πρόσφορο κατά την κρίση του, μέτρο. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κυρίως, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε επιμελή και αντικειμενική εξέταση της καταγγελίας την οποία υπέβαλε, με την οποία ισχυρίστηκε ότι το Ιταλικό κράτος χορήγησε παράνομη ενίσχυση στη Volare, υπό τη μορφή πλεονεκτημάτων, συνισταμένων στη διαγραφή χρεών ύψους περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ, οφειλομένων από τη Volare σε ιταλικούς αερολιμένες, και σε εκπτώσεις σε τέλη αερολιμένων και δαπάνες καυσίμων. Εναλλακτικώς, ως επικουρικό ισχυρισμό, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει θέση επί της καταγγελίας της με την οποία ισχυρίστηκε ότι εχώρησε δυσμενής διάκριση θίγουσα τον ανταγωνισμό και, επομένως, παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ.
Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα μέτρα τα οποία αφορά η καταγγελία της συνιστούν κρατική ενίσχυση, πληρούσα όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κάποια από τα χορηγηθέντα στη Volare πλεονεκτήματα δεν μπορούσα να καταλογισθούν στο κράτος διότι οι ιταλικοί αερολιμένες καθόρισαν τα τέλη τους κατά τρόπο αυτόνομο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τέτοια πλεονεκτήματα ισοδυναμούν με θίγουσα τον ανταγωνισμό δυσμενή διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς λόγους και, επομένως, αντιβαίνει στο άρθρο 82 ΕΚ.
Περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (1) και με τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής (2), να εξετάσει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της επισήμανε η καταγγέλλουσα προκειμένου να αποφασίσει, εντός ευλόγου χρόνου, αν πρέπει να κινήσει διαδικασία προς θεμελίωση της παραβάσεως ή να απορρίψει την καταγγελία. Η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση αφού παρέλαβε την καταγγελία, επιβεβαιώνουσα την παράβαση ή απορρίπτουσα την καταγγελία, κατόπιν πληροφορήσεως της καταγγέλλουσας κατά το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004, ούτε, τέλος, εξέδωσε πλήρως αιτιολογημένη απόφαση προβλέπουσα ότι δεν θα δοθεί συνέχεια στην καταγγελία λόγω ελλείψεως κοινοτικού ενδιαφέροντος.
Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι συνέτρεξε εκ πρώτης όψεως παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι η Επιτροπή έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό σε διάστημα συντομότερο των 21 μηνών και, ως εκ τούτου, να κινήσει διαδικασία. Συνεπώς, η παράλειψη της Επιτροπής να ενεργήσει υπερέβη τα εύλογα όρια.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 1, σ. 1).
(2) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 123, σ. 18).