Με την ολοένα και αυξανόμενη υιοθέτηση των πρακτικών DevOps και την άνοδο του Continuous Integration/Continuous Deployment (CI/CD) στην ανάπτυξη λογισμικού, ο κύκλος ζωής ανάπτυξης λογισμικού (SDLC) έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στη βιομηχανία. Αν και αυτές οι μέθοδοι προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα, παρουσιάζουν επίσης μοναδικές προ κλήσεις ασφαλείας, καθώς οι εφαρμογές που αναπτύσσονται με αυτές είναι πιο επιρρεπείς σε κυβερνοεπιθέσεις συγκριτικά με τις παραδοσιακές μεθόδους ανάπτυξης λογισμικού. Το DevSecOps, ένας συνδυασμός πρακτικών ανάπτυξης (Dev), ασφάλειας (Sec) και λειτουργιών (Ops), έχει αναδειχθεί ως μια κρίσιμη προσέγγιση στην ασφάλεια λογισμικού στο σημερινό ταχέως εξελισσόμενο τεχνολογικό τοπίο. Αυτή η μεθοδολογία είναι ουσιαστική και σχετική για διάφορους λόγους. Πρώτον, αντιμετωπίζει την αυξανόμενη ανάγκη για ασφάλεια στην ανάπτυξη λογισμικού. Καθώς οι απειλές και οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο γίνονται πιο εξελιγμένες, η ενσωμάτωση της ασφάλειας στον αγωγό DevOps βοηθά τους οργανισμούς να εντοπίζουν και να μετριάζουν προληπτικά τις ευπάθειες από το πρώιμο στάδιο ανάπτυξης του λογισμικού, μειώνοντας τον κίνδυνο παραβίασης δεδομένων και διακοπής λειτουργίας. Δεύτερον, η ανάγκη για ταχύτερες και συχνότερες εκδόσεις λογισμικού απαιτεί μια μετατόπιση από τις παραδοσιακές πρακτικές ασφαλείας, οι οποίες συχνά προκαλούν καθυστε ρήσεις. Το DevSecOps απλοποιεί την ασφάλεια αυτοματοποιώντας τις δοκιμές και τους ελέγχους συμμόρφωσης, επιτρέποντας τη συνεχή παράδοση (CD) χωρίς να θυσιάζεται η ασφάλεια. Επιπλέον, το DevSecOps ενθαρρύνει μια κουλτούρα κοινής ευθύνης, ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ προγραμματιστών, επαγγελματιών ασφάλειας και ομάδων επιχειρήσεων. Αυτή η συλλογική προσέγγιση οδηγεί σε βελτιωμένη επικοινωνία, βελτιωμένη επίγνωση των ανη συχιών για την ασφάλεια και ταχύτερη απόκριση σε αναδυόμενες απειλές. Σε μια εποχή όπου ο ψηφιακός μετασχηματισμός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των επιχει ρηματικών στρατηγικών, το DevSecOps είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των συστημάτων λογισμικού. Ευθυγραμμίζει την ασφάλεια με το ρυθμό της σύγχρονης ανάπτυξης λογισμικού, καθιστώντας το ένα κρίσιμο και επίκαιρο παράδειγμα για τη διαφύλαξη των ψηφιακών δεδομένων και περιουσιακών στοιχείων. Η παρούσα διπλωματική προτείνει μια μέθοδο για τη συμπλήρωση και την αυτοματοποίηση σαρώσεων ασφάλειας έργων λογισμικού με χρήση αποκλειστικά εργαλείων ανοιχτού κώδικα (Open-source software) για την πραγματοποίηση των σαρώσεων ασφάλειας, την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων και την αυτοματοποίηση επιδιορθώσεων ευπαθειών. Η προτεινόμενη έρευνα έχει ενσωματωθεί σε υποδομή Continuous Integration/Continuous Delivery, επιτρέποντας την αυτόματη σάρωση και επιδιόρθωση τρωτών σημείων κατά τη διαδικασία και τον κύκλο ανάπτυξης και παράδοσης του λογισμικού.