2. Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης,
ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις έναν Κύριον, Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν
του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των
αιώνων.Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού. Γεννηθέντα, ου
ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι ου τα πάντα εγένετο.Τον δι” ημάς τους
ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα εκ των ουρανών, και
σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, και
ενανθρωπίσαντα.Σταυρωθέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου, και παθόντα,
και ταφέντα, και αναστάντα τη τρίτη ημέρα κατά τας Γραφάς.Και ανελθόντα εις
τους ουρανούς, και καθεζόμενον εκ δεξιών του Πατρός.Και πάλιν ερχόμενον
μετά δόξης, κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος.Και εις
το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον,
το συν Πατρί και Υιώ συνπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν δια
των Προφητών.Εις μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν.
Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών. Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών, και
ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν.
4. Δεν έχεις Πίστη, όταν τα στάχια σου
προσμένεις να γενούν σιτάρι,
κι από τ΄ άκαρπο δεντρί, που
Κέντρωσες , προσμένεις καρπερό βλαστάρι!
Πίστη έχεις, όταν από το χέρσωμα
κι από τα αστραποκαμένα ξύλα,
προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους
και καταπράσινα τα φύλλα.
Δεν έχεις Πίστη, όταν, πηγαίνοντας
το δρόμο του βουνού, προσμένεις
να φτάσεις ως το ανάερο ψήλωμα
κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.
Πίστη έχεις, όταν, αλυσόδετος,
μέσα από τα βάθη της αβύσσου,
προσμένεις ως τα ουράνια ελεύτερο
να φτερουγίσει το κορμί σου.
Δεν έχεις Πίστη, όταν τ' απόβραδο
προσμένεις να προβάλλουν τ΄ άστρα,
και με του πετεινού το λάλημα
να φέξη η αυγή ροδογελάστρα!
Πίστη έχεις, όταν- όσο αλόγιστο
και πλάνο ο νους σου κι αν το ξέρει-
προσμένεις ήλιο τα μεσάνυχτα
κι αστροφεγγιά το μεσημέρι.
Δεν έχεις Πίστη, όταν, πιστεύοντας,
ρωτάς την κρίση και τη γνώση!
Δεν έχεις Πίστη, όταν την πίστη σου
στο λογικό έχεις θεμελιώσει!
Πίστη έχεις, όταν κάθε σου όνειρο
το ανάφτεις στο βωμό της τάμα,
κι αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο,
προσμένεις να γενεί το θάμα.
6. Απάνου άπ' το κρεββάτι μου βαθειά παρηγοριά μου,
Καρφώνω την εικόνα Σου, και τώρα η κάμαρα μου
Είναι και μνήμα θλιβερό καί χαρωπή έκκλησία-Σκοτάδι η
θλίψι μου σκορπά καί λάμψιν η θρησκεία.
Τη θλίψι δίωξε την, κ' εδώ Εσύ μονάχα μένε, Γλυκέ μου
Εσταυρωμένε!
Σκόρπα με την αθάνατη πνοή σου μακρυά μου
Τα όνειρα πού με πλανούν και τρώνε την καρδία μου
Κι αν έρχεται καμμίά φορά να με φίλη κανένα,
Ας μη με φέρνη σε παληές χαρές, σε περασμένα.
Με ϋπνον ήσυχον σφίγχτά τα δυο μου μάτια δένε,
Γλυκέ μου Εσταυρωμένε!
Κάμε με πάλι ν' αγαπώ τον κάμπο, τ' ακρογιάλι Τον
κόσμο, τον περίπατο, της πλάσεως τα κάλλη,
Δυνάμωσε το σώμα μου, γιάτρεψε την καρδιά μου,
Πάλι τραγούδια πρόσχαρα να ρίχνω 'ς τα χαρτιά μου,
Παλληκαρίσια αισθήματα τα στήθη μου να καίνε,
Γλυκέ μου Εσταυρωμένε!
Ανάστησε της νιότης μου το ανθός πού εμαράθη.
Κι αν ή Νεράιδα ή κακή, αν τύχη και το μάθη,
Κ' ερθη μ' όλόθερμο φιλί να το μαράνη πάλι,
Σβύσε, Θεέ μου, μάρανε τα δολερά της κάλλη,
"Η... δός της σπλάγχν' ανθρώπινα πού να πονούν, να
κλαίνε,
Γλυκέ μου Εσταυρωμένε!