SlideShare a Scribd company logo
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Τα επίθετα της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται: 
α) ως προς τον αριθμό των γενών σε: τριγενή-διγενή 
Τριγενή είναι τα επίθετα που έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). 
Διγενή είναι τα επίθετα που έχουν δυο μόνο γένη το αρσενικό και το θηλυκό. 
β) ως πρός τον αριθμό των καταλήξεων σε: τρικατάληκτα-δικατάληκτα-μονοκατάληκτα 
Τρικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις, μια για κάθε γένος 
(αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). 
Δικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν δὐο μόνο καταλήξεις, μια κοινή για το αρσενικό και το 
θηλυκό και μια για το ουδέτερο. 
Μονοκατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν μια μόνο κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό και 
είναι διγενή.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
1. Τα επίθετα της β΄ κλίσης ανάλογα με τις καταλήξεις και τα γένη διακρίνονται σε: 
α) τριγενή και τρικατάληκτα με καταλήξεις –ος, -η (ή –α), -ον: ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθὸν – 
γενναῖος, γενναία, γενναῖον 
β) τριγενή και δικατάληκτα με καταλήξεις –ος (αρσενικό και θηλυκό), -ον (ουδέτερο): ὁ, ἡ 
ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον. 
γ) συνηρημένα τριγενή και τρικατάληκτα: χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν 
και συνηρημένα τριγενή και δικατάληκτα: ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν και 
δ) αττικόκλιτα επίθετα: ὁ, ἡ ἵλεως, τὸ ἵλεων. 
2. Το αρσενικό και το ουδέτερο γένος των δευτερόκλιτων επιθέτων κλίνονται όπως τα 
ουσιαστικά της β΄ κλίσης στο αντίστοιχο γένος. 
3. H κλίση του θηλυκού γένους των δευτερόκλιτων τρικατάληκτων επιθέτων είναι ίδια με αυτή 
των ουσιαστικών της α΄ κλίσης. 
4. Το θηλυκό των δευτερόκλιτων επιθέτων τρικατάληκτων επιθέτων στην ονομαστική, γενική 
και κλητική πληθυντικού τονίζεται στην σύμφωνα με το αρσενικό.
επιθετα ολη η θεωρια!
Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
-ος 
-ου 
-ῳ 
-ον 
-ε 
-η 
-ης 
-ῃ 
-ην 
-η 
-α 
-ας 
-ᾳ 
-αν 
-α 
-ον 
-ου 
-ῳ 
-ον 
-ον 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
-οι 
-ων 
-οις 
-ους 
-οι 
-αι 
-ων 
-αις 
-ας 
-αι 
-α 
-ων 
-οις 
-α 
-α 
ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Παραδείγματα κλίσης τρικατάληκτων και δικατάληκτων επιθέτων 
α) Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -η, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ σοφὸς 
τοῦ σοφοῦ 
τῷ σοφῷ 
τὸν σοφὸν 
(ὦ) σοφὲ 
ἡ σοφὴ 
τῆς σοφῆς 
τῇ σοφῇ 
τὴν σοφὴν 
(ὦ) σοφὴ 
τὸ σοφὸν 
τοῦ σοφοῦ 
τῷ σοφῷ 
τὸ σοφὸν 
(ὦ) σοφὸν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
οἱ σοφοὶ 
τῶν σοφῶν 
τοῖς σοφοῖς 
αἱ σοφαὶ 
τῶν σοφῶν 
ταῖς σοφαῖς 
τὰ σοφὰ 
τῶν σοφῶν 
τοῖς σοφοῖς
Αιτ. 
Κλητ. 
τοὺς σοφοὺς 
(ὦ) σοφοὶ 
τὰς σοφὰς 
(ὦ) σοφαὶ 
τὰ σοφὰ 
(ὦ) σοφὰ 
Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -α, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ δίκαιος 
τοῦ δικαίου 
τῷ δικαίῳ 
τὸν δίκαιον 
(ὦ) δίκαιε 
ἡ δικαία 
τῆς δικαίας 
τῇ δικαίᾳ 
τὴν δικαίαν 
(ὦ) δικαία 
τὸ δίκαιον 
τοῦ δικαίου 
τῷ δικαίῳ 
τὸ δίκαιον 
(ὦ) δίκαιον 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ δίκαιοι 
τῶν δικαίων 
τοῖς δικαίοις 
τοὺς δικαίους 
(ὦ) δίκαιοι 
αἱ δίκαιαι 
τῶν δικαίων 
ταῖς δικαίαις 
τὰς δικαίας 
(ὦ) δίκαιαι 
τὰ δίκαια 
τῶν δικαίων 
τοῖς δικαίοις 
τὰ δίκαια 
(ὦ) δίκαια 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε -ος: 
1.λήγει σε -η, αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: 
ἀγαθός, ἀγαθή - πιστός, πιστή. Λήγει σε -α, αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού 
υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία – γενναῖος, γενναία (εκτός ἀπὸ τὸ ὄγδοος, ὀγδόη). 
2.στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται στις 
αντίστοιχες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία – αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, 
τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιοι). 
β) Δικατάληκτα τριγενή και δικατάληκτα σε -ος, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ ἄφθονος 
τοῦ, τῆς ἀφθόνου 
τῷ, τῇ ἀφθόνῳ 
τόν, τὴν ἄφθονον 
(ὦ) ἄφθονε 
τὸ ἄφθονον 
τοῦ ἀφθόνου 
τῷ ἀφθόνῳ 
τὸ ἄφθονον 
(ὦ) ἄφθονον
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ ἄφθονοι 
τῶν ἀφθόνων 
τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις 
τούς, τὰς ἀφθόνους 
(ὦ) ἄφθονοι 
τὰ ἄφθονα 
τῶν ἀφθόνων 
τοῖς ἀφθόνοις 
τὰ ἄφθονα 
(ὦ) ἄφθονα 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα: 
1.τα περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον - ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον 
- ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον - ὁ, 
ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά 
2.τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος, 
δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, 
τιθασός (=εξημερωμένος, ήμερος). 
3.μερικά επίθετα σε -ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως 
ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (=αυτό που οδηγεί, που φέρνει) - ὁ, ἡ βοηθός, τὸ 
βοηθὸν (=αυτό που βοηθεί) - ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν - ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον. 
4.Είναι τρικατάληκτα τα παρασύνθετα επίθετα σε -ικος: εὐδαιμονικός, εὐδαιμονική, 
εὐδαιμονικόν. 
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, τα οποία πριν από το χαρακτήρα -ο- έχουν άλλο ο ή ε, συναιρούνται 
σε όλες τις πτώσεις. Τα επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα. Από αυτά άλλα 
είναι τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη). 
Παραδείγματα κλίσης συνηρημένων δευτερόκλιτων επιθέτων 
α) Τριγενή και τρικατάληκτα μὲ τρία γένη σε – οῦς, -ῆ , -οῦν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ (χρυσέος) χρυσοῦς 
τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ 
τῷ (χρυσέῳ) χρυσῷ 
τὸν (χρύσεον) χρυσοῦν 
- 
ἡ (χρυσέα) χρυσῆ 
τῆς (χρυσέας) χρυσῆς 
τῇ (χρυσέα) χρυσῇ 
τὴν (χρυσέαν) χρυσῆν 
- 
τὸ (χρυσοῦν) χρυσοῦν 
τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ 
τῷ (χρυσέῳ) χρυσῷ 
τὸ (χρύσεον) χρυσοῦν 
-
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν 
Δο 
Αιτ 
Κλ. 
οἱ (χρύσεοι) χρυσοῖ 
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν 
τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς 
τοὺς (χρυσέους) χρυσοῦς 
- 
αἱ (χρύσεαι) χρυσαῖ 
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν 
ταῖς (χρυσέαις) χρυσαῖς 
τὰς (χρυσέας) χρυσᾶς 
- 
τὰ (χρύσεα) χρυσᾶ 
τῶν (χρυσέων) χρυσῶν 
τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς 
τὰ (χρύσεα) χρυσᾶ 
- 
β) Τριγενή και δικατάληκτα μὲ τρία γένη σε -ους, -ουν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ (εὔνοος) εὔνους 
τοῦ, τῆς (εὐνόου) εὔνου 
τῷ, τῇ (εὐνόῳ) εὔνῳ 
τόν, τὴν (εὔνοον) εὔνουν 
- 
τὸ (εὔνοον) εὔνουν 
τοῦ (εὐνόου) εὔνου 
τῷ (εὐνόῳ) εὔνῳ 
τὸ (εὔνοον) εὔνουν 
- 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ (εὔνοοι) εὖνοι 
τῶν (εὐνόων) εὔνων 
ταῖς, ταῖς (εὐνόοις) εὔνοις 
τούς, τὰς (εὐνόους) εὔνους 
- 
τὰ (εὔνοα) εὔνοα 
τῶν (εὐνόων) εὔνων 
τοῖς (εὐνόοις) εὔνοις 
τὰ (εὔνοα) εὔνοα 
- 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
Τα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα: 
1.Σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και α΄ κλίσης. 
2.Δεν έχουν κλητική. 
3.Στα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς όλες οι πτώσεις και των τριών γενών 
τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που 
συναιρούνται: (χρύσεος) χρυσοῦς. 
Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα: 
 η κατάληξη -οι στην ονομαστική πληθυντικού είναι βραχύχρονη, παρόλο που 
προέρχεται από συναίρεση: οἱ, αἱ εὖνοι. 
 στο τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων το -οα της ονομαστικής και της 
αιτιατικής μένει ασυναίρετο: τὰ εὔνοα. 
4.Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -ους όλες οι πτώσεις και των τριών γενών 
τονίζονται στην παραλήγουσα.
5.Σύμφωνα με τα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς κλίνονται τα πολλαπλασιαστικά 
αριθμητικά επίθετα σε – πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν: ἁπλοῦς, ἁπλῆ, ἁπλοῦν. 
ΑΤΤΙΚΟΚΛΙΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα κλίνονται κατά την αττική δεύτερη κλίση και το αρσενικό και το 
θηλυκό λήγουν σε –ως και το ουδέτερο σε –ων. 
Παραδείγματα κλίσης των αττικόκλιτων επιθέτων 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ ἵλεως 
τοῦ, τῆς ἵλεω 
τῷ, τῇ ἵλεῳ 
τὸν, τὴν ἵλεων 
(ὦ) ἵλεως 
τὸ ἵλεων 
τοῦ ἵλεω 
τῷ ἵλεῳ 
τὸ ἵλεων 
(ὦ) ἵλεων 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ ἵλεῳ 
τῶν ἵλεων 
τοῖς, ταῖς ἵλεῳς 
τοὺς, τὰς ἵλεως 
(ὦ) ἵλεῳ 
τὰ ἵλεα 
τῶν ἵλεων 
τοῖς ἵλεῳς 
τὰ ἵλεα 
(ὦ) ἵλεα 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
1.Όλα τα αττικόκλιτα είναι δικατάληκτα εκτός από το επίθετο ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων. Τα 
σύνθετά του όμως σχηματίζονται ως δικατάληκτα. Π.χ. ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων. 
2.Στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδετέρου, έχουν κατάληξη - 
α, σύμφωνα με τα ουδέτερα της κοινής β' κλίσης. 
3.Το θηλυκό ἡ πλέα του αττικόκλιτου επιθέτου ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων σχηματίζεται 
σύμφωνα με την α΄ κλίση. 
4.Η κατάληξη της ονομαστικής και κλητικής αρσενικού και θηλυκού και της δοτικής των 
τριών γενών υπογράφεται: οἱ,αἱ ἵλεῳ - τοῖς, ταῖς, τοῖς ἵλεῳς - (ὦ) ἵλεῳ.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε 
φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα. 
Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος: 
 Λήγει σε –α βραχύχρονο: 
π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα, 
ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα, 
ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα, 
ὁ μέλας, ἡ μέλαινα 
 Στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, 
τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν 
Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ 
Τα φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης διακρίνονται σε τρικατάληκτα και δικατάληκτα. 
α) Τρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ βαθὺς 
τοῦ βαθέος 
τῷ βαθεῖ 
τὸν βαθὺν 
(ὦ) βαθὺ 
ἡ βαθεῖα 
τῆς βαθείας 
τῇ βαθείᾳ 
τὴν βαθεῖαν 
(ὦ) βαθεῖα 
τὸ βαθὺ 
τοῦ βαθέος 
τῷ βαθεῖ 
τὸ βαθὺ 
(ὦ) βαθὺ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ βαθεῖς 
τῶν βαθέων 
τοῖς βαθέσι 
τοὺς βαθεῖς 
(ὦ) βαθεῖς 
αἱ βαθεῖαι 
τῶν βαθειῶν 
ταῖς βαθείαις 
τὰς βαθείας 
(ὦ) βαθεῖαι 
τὰ βαθέα 
τῶν βαθέων 
τοῖς βαθέσι 
τὰ βαθέα 
(ὦ) βαθέα 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ θῆλυς 
τοῦ θήλεος 
τῷ θήλει 
τὸν θῆλυν 
(ὦ) θῆλυ 
ἡ θήλεια 
τῆς θηλείας 
τῇ θηλείᾳ 
τὴν θήλειαν 
(ὦ) θήλεια 
τὸ θῆλυ 
τοῦ θήλεος 
τῷ θήλει 
τὸ θῆλυ 
(ὦ) θῆλυ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ θήλεις 
τῶν θηλέων 
τοῖς θήλεσι 
τοὺς θήλεις 
(ὦ) θήλεις 
αἱ θήλειαι 
τῶν θηλειῶν 
ταῖς θηλείαις 
τὰς θηλείας 
(ὦ) θήλειαι 
τὰ θήλεα 
τῶν θηλέων 
τοῖς θήλεσι 
τὰ θήλεα 
(ὦ) θήλεα 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ: 
1.Στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι: 
γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, 
παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ά., βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, 
ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος). 
2.Παρουσιάζονται με δυο θέματα: 
το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του 
ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται 
όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών. 
3.Συναιρούν το χαρακτήρα -ε- με το ακόλουθο –ε- ή -ι- σε –ει-, 
(Το επίθετο ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου 
και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.) 
4.Την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς 
π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θῆλυ, (ὦ) ἥμισυ. 
5.Την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική 
π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς. 
β) Δικατάληκτα σε -υς, -υ 
Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β΄συνθετικό ουσιαστικό 
φωνηεντόληκτο σε –υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε –υς και το 
ουδέτερο σε –υ και σχηματίζουν τη γενική σε -υος ή –εος. 
Παραδείγματα 
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν.-υος) 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ εὔβοτρυς 
τοῦ, τῆς εὐβότρυος 
τῷ, τῇ εὐβότρυϊ 
τὸν, τὴν εὔβοτρυν 
(ὦ) εὔβοτρυ 
τὸ εὔβοτρυ 
τοῦ εὐβότρυος 
τῷ εὐβότρυϊ 
τὸ εὔβοτρυ 
(ὦ) εὔβοτρυ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ εὐβότρυ-ες 
τῶν εὐβοτρύ-ων 
τοῖς, ταῖς εὐβότρυ-σι 
τοὺς, τὰς εὐβότρυ-ς 
(ὦ) εὐβότρυ-ες 
τὰ εὐβότρυ-α 
τῶν εὐβοτρύ-ων 
τοῖς εὐβότρυ-σι 
τὰ εὐβότρυ-α 
(ὦ) εὐβότρυ-α 
Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν. –εος) 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ δίπηχυς 
τοῦ, τῆς διπήχεος 
τῷ, τῇ διπήχει 
τόν, τὴν δίπηχυν 
(ὦ) δίπηχυ 
τὸ δίπηχυ 
τοῦ διπήχεος 
τῶ διπήχει 
τὸ δίπηχυ 
(ὦ) δίπηχυ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ διπήχεις 
τῶν διπηχέων 
τοῖς, ταῖς διπήχεσι 
τούς, τὰς διπήχεις 
(ὦ) διπήχεις 
τὰ διπήχεα και διπήχη 
τῶν διπηχέων 
τοῖς διπήχεσι 
τὰ διπήχεα και διπήχη 
(ὦ) διπήχεα και διπήχη 
 Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, 
λεύκοφρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α. 
 Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.
B. ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ 
Τα συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄κλίσης διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του θέματος 
σε αφωνόληκτα, ενρινόληκτα , υγρόληκτα και σιγμόληκτα. 
I. Αφωνόληκτα επίθετα 
α) Τρικατάληκτα 
 Τρικατάληκτα σε –ας, -ασα, -αν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ πᾶς 
τοῦ παντὸς 
τῷ παντὶ 
τὸν πάντα 
(ὦ) πᾶς 
ἡ πᾶσα 
τῆς πάσης 
τῇ πάσῃ 
τὴν πᾶσαν 
(ὦ) πᾶσα 
τὸ πᾶν 
τοῦ παντὸς 
τῷ παντὶ 
τὸ πᾶν 
(ὦ) πᾶν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ πάντες 
τῶν πάντων 
τοῖς πᾶσι 
τοὺς πάντας 
(ὦ) πάντες 
αἱ τὰ πᾶσαι 
πάντα 
τῶν πασῶν 
ταῖς πάσαις 
τὰς πάσας 
(ὦ) πᾶσαι 
τῶν πάντων 
τοῖς πᾶσι 
τὰ πάντα 
(ὦ) πάντα 
Όμοια με το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν κλίνονται και τα : ἅπας, ἅπασα, ἅπαν – σύμπας, σύμπασα, 
σύμπαν. 
 Τρικατάληκτα σε –εις, -εσσα, -εν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ χαρίεις 
τοῦ χαρίεντος 
τῷ χαρίεντι 
τὸν χαρίεντα 
(ὦ) χαρίεν 
ἡ χαρίεσσα 
τῆς χαριέσσης 
τῇ χαριέσσῃ 
τὴν χαρίεσσαν 
(ὦ) χαρίεσσα 
τὸ χαρίεν 
τοῦ χαρίεντος 
τῷ χαρίεντι 
τὸ χαρίεν 
(ὦ) χαρίεν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ χαρίεντες 
τῶν χαριέντων 
τοῖς χαρίεσι 
τοὺς χαρίεντας 
(ὦ) χαρίεντες 
αἱ χαρίεσσαι 
τῶν χαριεσσῶν 
ταῖς χαριέσσαις 
τὰς χαριέσσας 
(ὦ) χαρίεσσαι 
τὰ χαρίεντα 
τῶν χαριέντων 
τοῖς χαρίεσι 
τὰ χαρίεντα 
(ὦ) χαρίεντα
 Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που 
σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή 
γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει 
φωνή). 
 Τρικατάληκτα σε –ων, -ουσα, -ον 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ ἄκων 
τοῦ ἄκοντος 
τῷ ἄκοντι 
τὸν ἄκοντα 
(ὦ) ἆκον 
ἡ ἄκουσα 
τῆς ἀκούσης 
τῇ ἀκούσῃ 
τὴν ἄκουσαν 
(ὦ) ἄκουσα 
τὸ ἆκον 
τοῦ ἄκοντος 
τῷ ἄκοντι 
τὸ ἆκον 
(ὦ) ἆκον 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ ἄκοντες 
τῶν ἀκόντων 
τοῖς ἄκουσι 
τοὺς ἄκοντας 
(ὦ) ἄκοντες 
αἱ ἄκουσαι 
τῶν ἀκουσῶν 
ταῖς ἀκούσαις 
τὰς ἀκούσας 
(ὦ) ἄκουσαι 
τὰ ἄκοντα 
τῶν ἀκόντων 
τοῖς ἄκουσι 
τὰ ἄκοντα 
(ὦ) ἄκοντα 
 Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, 
εκούσιος) γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ. 
β) Δικατάληκτα επίθετα 
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα με 
β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται 
όπως το β΄ συνθετικό τους. 
ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ εὔχαρις 
τοῦ, τῆς εὐχάριτος 
τῷ, τῇ εὐχάριτι 
τόν, τὴν εὔχαριν 
(ὦ) εὔχαρις 
τὸ εὔχαρι 
τοῦ εὐχάριτος 
τῷ εὐχάριτι 
τὸ εὔχαρι 
(ὦ) εὔχαρι
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ εὐχάριτες 
τῶν εὐχαρίτων 
τοῖς, ταῖς εὐχάρισι 
τούς, τὰς εὐχάριτας 
(ὦ) εὐχάριτες 
τὰ εὐχάριτα 
τῶν εὐχαρίτων 
τοῖς εὐχάρισι 
τὰ εὐχάριτα 
(ὦ) εὐχάριτα 
ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ εὔελπις 
τοῦ, τῆς εὐέλπιδος 
τῷ, τῇ εὐέλπιδι 
τόν, τὴν εὔελπιν 
(ὦ) εὔελπις 
τὸ εὔελπι 
τοῦ εὔέλπιδος 
τῷ εὐέλπιδι 
τὸ εὔελπι 
(ὦ) εὔελπι 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ εὐέλπιδες 
τῶν εὐελπίδων 
τοῖς, ταῖς εὐέλπισι 
τούς, τὰς εὐέλπιδας 
(ὦ) εὐέλπιδες 
τὰ εὐέλπιδα 
τῶν εὐελπίδων 
τοῖς εὐέλπισι 
τὰ εὐέλπιδα 
(ὦ) εὐέλπιδα 
ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ δίπους 
τοῦ, τῆς δίποδος 
τῷ, τῇ δίποδι 
τόν, τὴν δίποδα (δίπουν) 
(ὦ) δίπους 
τὸ δίπουν 
τοῦ δίποδος 
τῷ δίποδι 
τὸ δίπουν 
(ὦ) δίπου 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ δίποδες 
τῶν διπόδων 
τοῖς, ταῖς δίποσι 
τούς, τὰς δίποδας 
(ὦ) δίποδες 
τὰ δίποδα 
τῶν διπόδων 
τοῖς δίποσι 
τὰ δίποδα 
(ὦ) δίποδα
ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ μονόδους 
τοῦ, τῆς μονόδοντος 
τῷ, τῇ μονόδοντι 
τόν, τὴν μονόδοντα 
(ὦ) μονόδους 
τὸ μονόδουν 
τοῦ μονόδοντος 
τῷ μονόδοντι 
τὸ μονόδουν 
(ὦ) μονόδουν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ μονόδοντες 
τῶν μονοδόντων 
τοῖς, ταῖς μονόδουσι 
τούς, τὰς μονόδοντας 
(ὦ) μονόδοντες 
τὰ μονόδοντα 
τῶν μονοδόντων 
τοῖς μονόδουσι 
τὰ μονόδοντα 
(ὦ) μονόδοντα 
 Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ. 
γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη) 
Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. 
Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: 
ὁ, ἡ βλὰξ 
ὁ, ἡ κόλαξ 
ὁ, ἡ ἅρπαξ 
ὁ, ἡ γαμψῶνυξ 
ὁ, ἡ λογὰς 
ὁ, ἡ μιγὰς 
ὁ, ἡ φυγὰς 
ὁ ἡ ἄπαις 
ὁ, ἡ πένης 
ὁ, ἡ ἡμιθνὴς 
ὁ,ἡ ἀγνὼς 
ὁ,ἡ φιλόγελως 
τοῦ, τῆς βλακὸς κτλ. 
τοῦ, τῆς κόλακος κτλ. 
τοῦ, τῆς ἅρπαγος κτλ. 
τοῦ, τῆς γαμψώνυχος κτλ. 
τοῦ, τῆς λογάδος κτλ. 
τοῦ, τῆς μιγάδος κτλ. 
τοῦ, τῆς φυγάδος κτλ. 
τοῦ, τῆς ἄπαιδος κτλ. 
τοῦ, τῆς πένητος κτλ. 
τοῦ, τῆς ἡμιθνῆτος κτλ. 
τοῦ, τῆς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή 
αυτός που αγνοεί), 
τοῦ, τῆς φιλογέλωτος κτλ. 
(αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ 
φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω 
κτλ.) 
ΙΙ. Ενρινόληκτα - Υγρόληκτα επίθετα 
α) Ενρινόληκτα Τρικατάληκτα
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ μέλας 
τοῦ μέλανος 
τῷ μέλανι 
τὸν μέλανα 
(ὦ) μέλαν 
ἡ μέλαινα 
τῆς μελαίνης 
τῇ μελαίνῃ 
τὴν μέλαιναν 
(ὦ) μέλαινα 
τὸ μέλαν 
τοῦ μέλανος 
τῷ μέλανι 
τὸ μέλαν 
(ὦ) μέλαν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ μέλανες 
τῶν μελάνων 
τοῖς μέλασι 
τοὺς μέλανας 
(ὦ) μέλανες 
αἱ μέλαιναι 
τῶν μελαινῶν 
ταῖς μελαίναις 
τὰς μελαίνας 
(ὦ) μέλαιναι 
τὰ μέλανα 
τῶν μελάνων 
τοῖς μέλασι 
τὰ μέλανα 
(ὦ) μέλανα 
Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ 
τάλαν-ος κτλ.). 
β) Ενρινόληκτα δικατάληκτα 
 σε –ων, –ον, (γεν. –ονος) 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ εὐδαίμων 
τοῦ, τῆς εὐδαίμονος 
τῷ, τῇ εὐδαίμονι 
τόν, τὴν εὐδαίμονα 
(ὦ) εὔδαιμον 
τὸ εὔδαιμον 
τοῦ εὐδαίμονος 
τῷ εὐδαίμονι 
τὸ εὔδαιμον 
(ὦ) εὔδαιμον 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ εὐδαίμονες 
τῶν εὐδαιμόνων 
τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι 
τούς, τὰς εὐδαίμονας 
(ὦ) εὐδαίμονες 
τὰ εὐδαίμονα 
τῶν εὐδαιμόνων 
τοῖς εὐδαίμοσι 
τὰ εὐδαίμονα 
(ὦ) εὐδαίμονα 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
ὁ, ἡ σώφρων 
τοῦ, τῆς σώφρονος 
τῷ, τῇ σώφρονι 
τόν, τὴν σώφρονα 
τὸ σῶφρον 
τοῦ σώφρονος 
τῷ σώφρονι 
τὸ σῶφρον
Κλητ. (ὦ) σῶφρον (ὦ) σῶφρον 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ σώφρονες 
τῶν σωφρόνων 
τοῖς, ταῖς σώφροσι 
τούς, τὰς σώφρονας 
(ὦ) σώφρονες 
τὰ σώφρονα 
τῶν σωφρόνων 
τοῖς σώφροσι 
τὰ σώφρονα 
(ὦ) σώφρονα 
Όμοια κλίνονται τα επίθετα: 
ὁ, ἡ κακοδαίμων 
ὁ, ἡ ἀγνώμων 
ὁ, ἡ εὐσχήμων 
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων 
ὁ, ἡ ἐλεήμων 
ὁ, ἡ μνήμων 
ὁ, ἡ ἄφρων 
ὁ, ἡ μεγαλόφρων 
τὸ κακόδαιμον 
τὸ ἄγνωμον 
τὸ εὔσχημον 
τὸ μεγαλόπραγμον 
τὸ ἐλεῆμον 
τὸ μνῆμον 
τὸ ἄφρον 
τὸ μεγαλόφρον κ.α. 
 σε –ην, -εν, (γεν.-ενος) 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ ἄρρην 
τοῦ, τῆς ἄρρενος 
τῷ, τῇ ἄρρενι 
τόν, τὴν ἄρρενα 
(ὦ) ἂρρεν 
τὸ ἄρρεν 
τοῦ ἄρρενος 
τῷ ἄρρενι 
τὸ ἄρρεν 
(ὦ) ἄρρεν 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ ἄρρενες 
τῶν ἀρρένων 
τοῖς, ταῖς ἄρρεσι 
τούς, τὰς ἄρρενας 
(ὦ) ἄρρενες 
τὰ ἄρρενα 
τῶν ἀρρένων 
τοῖς ἄρρεσι 
τὰ ἄρρενα 
(ὦ) ἄρρενα 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
1.Τα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του 
θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου 
ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: 
π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον, 
ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον. 
αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον. 
2.Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με 
το αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεῆμον, (ὦ) ἄρρεν. 
γ) Υγρόληκτα Δικατάληκτα 
 σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος): 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ ἀπάτωρ 
τοῦ, τῆς ἀπάτορος 
τῷ, τῇ ἀπάτορι 
τόν, τὴν ἀπάτορα 
(ὦ) ἀπάτορ 
τὸ ἀπάτορ 
τοῦ ἀπάτορος 
τῷ ἀπάτορι 
τὸ ἀπάτορ 
(ὦ) ἀπάτορ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ ἀπάτορες 
τῶν ἀπατόρων 
τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι 
τούς, τὰς ἀπάτορας 
(ὦ) ἀπάτορες 
τὰ ἀπάτορα 
τῶν ἀπατόρων 
τοῖς ἀπάτορσι 
τὰ ἀπάτορα 
(ὦ) ἀπάτορα 
Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ. 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: 
Τα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό 
θέμα: (ὦ) ἀπάτορ. 
δ) Ενρινόληκτα και υγρόληκτα μονοκατάληκτα 
Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά 
είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα 
αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης.
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ μάκαρ 
τοῦ, τῆς μάκαρος 
τῷ, τῇ μάκαρι 
τόν, τὴν μάκαρα 
(ὦ) μάκαρ 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ μάκαρες 
τῶν μακάρων 
τοῖς, ταῖς μάκαρσι 
τούς, τὰς μάκαρας 
(ὦ) μάκαρες 
Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ, 
ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ, ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. 
ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ. 
III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα 
Τα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το 
θηλυκό γένος σε -ης και στο ουδέτερο γένος σε -ες και διακρίνονται σε οξύτονα και βαρύτονα. 
α) Οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ ἀληθὴς 
τοῦ, τῆς ἀληθοῦς 
τῷ, τῇ ἀληθεῖ 
τόν, τὴν ἀληθῆ 
(ὦ) ἀληθὲς 
τὸ ἀληθὲς 
τοῦ ἀληθοῦς 
τῷ ἀληθεῖ 
τὸ ἀληθὲς 
(ὦ) ἀληθὲς 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ ἀληθεῖς 
τῶν ἀληθῶν 
τοῖς, ταῖς ἀληθέσι 
τούς, τὰς ἀληθεῖς 
(ὦ) ἀληθεῖς 
τὰ ἀληθῆ 
τῶν ἀληθῶν 
τοῖς ἀληθέσι 
τὰ ἀληθῆ 
(ὦ) ἀληθῆ 
 Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, 
ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδὴς, κ.ά.
β) Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ πλήρης 
τοῦ, τῆς πλήρους 
τῷ, τῇ πλήρει 
τόν, τὴν πλήρη 
(ὦ) πλῆρες 
τὸ πλῆρες 
τοῦ πλήρους 
τῷ πλήρει 
τὸ πλῆρες 
(ὦ) πλῆρες 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ πλήρεις 
τῶν πλήρων 
τοῖς, ταῖς πλήρεσι 
τούς, τὰς πλήρεις 
(ὦ) πλήρεις 
τὰ πλήρη 
τῶν πλήρων 
τοῖς πλήρεσι 
τὰ πλήρη 
(ὦ) πλήρη 
 Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: 
i. σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες, 
ii. σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες, 
iii. σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένο), 
ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένο, άξιο να χαθεί πριν από την ώρα του), 
ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένο και με ενεργητική σημασία: αυτό που 
καταστρέφει τα πάντα) κ.α. 
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
ὁ, ἡ συνήθης 
τοῦ, τῆς συνήθους 
τῷ, τῇ συνήθει 
τόν, τὴν συνήθη 
(ὦ) σύνηθες 
τὸ σύνηθες 
τοῦ συνήθους 
τῷ συνήθει 
τὸ σύνηθες 
(ὦ) σύνηθες 
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 
Ον. 
Γεν. 
Δοτ. 
Αιτ. 
Κλητ. 
οἱ, αἱ συνήθεις 
τῶν συνήθων 
τοῖς, ταῖς συνήθεσι 
τούς, τὰς συνήθεις 
(ὦ) συνήθεις 
τὰ συνήθη 
τῶν συνήθων 
τοῖς συνήθεσι 
τὰ συνήθη 
(ὦ) συνήθη 
 Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα:
i. σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ 
χρηστόηθες κ.ά., 
ii. σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά., 
iii. σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ), 
ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός), 
ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά., 
iv. Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά. 
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 
1.Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε -εσ-. Στα επίθετα αυτά: 
α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς 
κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται 
σε -η-. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά 
ο χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά 
φωνήεντα συναιρούνται. 
β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, 
η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς 
κατάληξη) 
π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές 
2.Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες: 
α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του 
αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του 
ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους: 
π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες, 
ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες 
Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά: 
π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες, 
ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες, 
ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες 
β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από 
αναλογία προς τη γενική του ενικού: 
π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους), 
τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ), 
τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ 
Τα επίθετα σχηματίζουν τους λεγόμενους βαθμούς των επιθέτων. 
Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: 
Α) θετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει απλώς την ιδιότητα ή την ποιότητα του 
προσδιοριζόμενου όρου, χωρίς σύγκριση προς κάποιο άλλο, 
π.χ. ὁ δίκαιος ἀνήρ. 
Β) συγκριτικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια 
ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς έναν άλλο όρο ή και ένα σύνολο, 
π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου - χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων. 
Γ) υπερθετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια 
ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα και διακρίνεται σε: 
α) σχετικό υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον μεγαλύτερο 
βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί), 
π.χ. Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων. 
β) απόλυτο υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον ανώτατο βαθμό, 
χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα), 
π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότατος. 
Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ονομάζονται παραθετικά του επιθέτου.
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ 
Τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται είτε μονολεκτικά, είτε περιφραστικά. 
Α. ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ 
Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται κανονικά προσθέτοντας στο θέμα του 
θετικού βαθμού του αρσενικού γένους τις παραθετικές καταλήξεις. 
Οι πιο συνηθισμένες είναι: 
για το συγκριτικό βαθμό: -τερος, -τέρα, -τερον 
για τον υπερθετικό βαθμό: -τατος, -τάτη, -τατον 
Σχηματίζουν με τις παραπάνω καταλήξεις τα παραθετικά τους τα παρακάτω επίθε τα: 
α) δευτερόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα, 
π.χ. πτωχός-ή-όν, -πτωχό-τερος, πτωχο-τέρα, πτωχό-τερον- πτωχό-τατος, πτωχο-τάτη, πτωχό-τατον 
β) τριτόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα ή δικατάληκτα, 
π.χ. βαρὺς-εῖα-ύ -βαρὺ-τερος, βαρυ-τέρα, βαρύ-τερον-βαρύ-τατος, βαρυ-τάτη, βαρύ-τατον 
ἀληθὴς-ὴς-ὲς -ἀληθέσ-τερος, ἀληθεσ-τέρα, ἀληθέσ-τερον-ἀληθέσ-τατος, ἀληθεσ-τάτη, ἀληθέσ- 
τατον 
μέλας-αινα-αν -μελάν-τερος, μελαν-τέρα, μελάν-τερον-μελάν-τατος, μελαν-τάτη, μελάν-τατον 
χαρίεις-εσσα-εν -χαριέσ-τερος, χαριεσ-τέρα, χαριέσ-τερον-χαριέσ-τατος, χαριεσ-τάτη, χαριέσ-τατον 
Παρατήρηση: 
Τα δευτερόκλιτα επίθετα σχηματίζουν παραθετικά με χαρακτήρα -ο- ή –ω- ως εξής: 
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ότερος / -ότατος ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ώτερος / -ώτατος 
1. αν προηγείται συλλαβή φύσει μακρόχρονη, 
δηλαδή μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος:η, 
ω,ου, ει, αι 
π.χ. ξηρός, ξηρό-τερος, ξηρό-τατος 
γενναῖος, γενναιό-τερος, γενναιό-τατος 
1. αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη: 
π.χ. νέος, νεώ-τερος, νεώ-τατος 
σοφός, σοφώ-τερος, σοφώ-τατος 
2. αν προηγείται συλλαβή θέσει μακρόχρονη, 
δηλαδή βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθούν 
2. όσα λήγουν σε: 
-ιος, -ιμος, -ικος, ινος
δυο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό -ξ, -ψ 
π.χ. θερμός, θερμό-τερος, θερμό-τατος ἔνδοξος, 
ἐνδοξό-τερος, ἐνδοξό-τατος 
π.χ. δόκιμος 
3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις: 
θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, κίνδυνος, ψυχή 
π.χ. ἔγκυρος 
3. όσα λήγουν σε: 
-ακος, -αλος, -αμος, -ανος, -αρος, -ατος, 
ΠΡΟΣΟΧΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός 
4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾱος, 
λιτός, φλύαρος 
4. όσα λήγουν σε: 
-υρος, - χος, 
π.χ. ἥσυχος 
Β. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ 
Μερικά παραθετικά επιθέτων διαμορφώνονται αναλογικά πρός τα παραθετικά άλλων επιθέτων και 
λήγουν όπως αυτά: 
(ἐλαφρὸς -ἐλαφρύτερος κατά το βαρύτερος, χοντρὸς -χοντρύτερος κατά το παχύτερος, αντί για τα 
κανονικά ἐλαφρότερος, χοντρότερος). 
Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις: 
α) -έστερος, -έστατος 
Τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. –ονος): 
σώφρων, -ων, -ον σωφρον-έσ-τερος, 
σωφρον-εσ-τέρα, 
σωφρον-έσ-τερον 
σωφρον-έσ-τατος, 
σωφρον-εσ-τάτη, 
σωφρον-έσ-τατον 
εὐδαίμων, -ων, -ον εὐδαιμον-έσ-τερος, 
εὐδαιμον-εσ-τέρα, 
εὐδαιμον-έσ-τερον 
εὐδαιμον-έσ-τατος, 
εὐδαιμον-εσ-τάτη, 
εὐδαιμον-έσ-τατον 
καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= 
ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) καὶ πένης σχηματίζουν τα παραθετικά τους κατά τα 
παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) 
ἄκρατος, -ος, -ον ἀκρατ-έσ-τερος, 
ἀκρατ-εσ-τέρα, 
ἀκρατ-έσ-τερον 
ἀκρατ-έσ-τατος (και ἀκρατό-τατος), 
ἀκρατ-εσ-τάτη (και ἀκρατο-τάτη), 
ἀκρατ-έσ-τατον (και ἀκρατό-τατον)
ἄσμενος,-ος, -ον ἀσμεν-έσ-τερος (και 
ἀσμενώτερος), 
ἀσμεν-εσ-τέρα (και 
ἀσμενω-τέρα), 
ἀσμεν-έσ-τερον (και 
ἀσμενώ-τερον) 
ἀσμεν-έσ-τατος (και ἀσμενώ-τατος), 
ἀσμεν-εσ-τάτη (και ἀσμενω-τάτη), 
ἀσμεν-έσ-τατον (και ἀσμενώ-τατον) 
ἐρρωμένος,-η,-ον ἐρρωμεν-έσ-τερος, 
ἐρρωμεν-εσ-τέρα, 
ἐρρωμεν-έσ-τερον 
ἐρρωμεν-έσ-τατος, 
ἐρρωμεν-εσ-τάτη, 
ἐρρωμεν-έσ-τατον 
πένης πεν-έσ-τερος, 
πεν-εσ-τέρα, 
πεν-έσ-τερον 
πεν-έσ-τατος, 
πεν-εσ-τάτη, 
πεν-έσ-τατον 
β) –ούστερος, -ούστατος 
Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθετικό το όνομα νοῦς 
σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τά παραθετικά σε -έστερος, -έστατος 
με συναίρεση): 
ἁπλοῦς, -ῆ,-οῦν ἁπλ-ούστερος, 
ἁπλ-ουστέρα, 
ἁπλ-ούστερον 
ἁπλ-ούστατος, 
ἁπλ-ουστάτη, 
ἁπλ-ούστατον 
εὔνους, -η,-ουν εὐν-ούστερος, 
εὐν-ουστέρα, 
εὐν-ούστερον 
εὐν-ούστατος, 
εὐν-ουστάτη, 
εὐν-ούστατον 
γ) -ίστερος, -ίστατος 
Τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν τα 
παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος (κατὰ τὰ παραθετικά του ἄχαρις: ἀχαρίστερος, ἀχαρίστατος) 
ἅρπαξ ἁρπαγ-ίσ-τερος, 
ἁρπαγ-ισ-τέρα, 
ἁρπαγ-ίσ-τερον 
ἁρπαγ-ίσ-τατος, 
ἁρπαγ-ισ-τάτη, 
ἁρπαγ-ίσ-τατον 
βλὰξ βλακ-ίσ-τερος, βλακ-ίσ-τατος,
βλακ-ισ-τέρα, 
βλακ-ίσ-τερον 
βλακ-ισ-τάτη, 
βλακ-ίσ-τατον 
λάλος λαλ-ίσ-τερος, 
λαλ-ισ-τέρα, 
λαλ-ίσ-τερον 
λαλ-ίσ-τατος, 
λαλ-ισ-τάτη, 
λαλ-ίσ-τατον 
κλέπτης κλεπτ-ίσ-τερος, 
κλεπτ-ισ-τέρα, 
κλεπτ-ίσ-τερον 
κλεπτ-ίσ-τατος, 
κλεπτ-ισ-τάτη, 
κλεπτ-ίσ-τατον 
πλεονέκτης πλεονεκτ-ίσ-τερος, 
πλεονεκτ-ισ-τέρα, 
πλεονεκτ-ίσ-τερον 
πλεονεκτ-ίσ-τατος, 
πλεονεκτ-ισ-τάτη, 
πλεονεκτ-ίσ-τατον 
δ) –αίτερος, -αίτατος 
Το επίθετο παλαιὸς σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρημα πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος: 
παλαιός, -η, -ον παλαί-τερος, 
παλαι-τέρα, 
παλαί-τερον 
παλαί-τατος, 
παλαι-τάτη, 
παλαί-τατον 
Ανάλογα προς αυτό σχηματίστηκαν τα παραθετικά: 
γεραιός, -α, -ον 
(= γέροντας, σεβαστός) 
γεραί-τερος, 
γεραι-τέρα, 
γεραί-τερον 
γεραί-τατος, 
γεραι-τάτη, 
γεραί-τατον 
σχολαῖος, ᾱ, -ον 
(= αργός, αργοκίνητος) 
σχολαί-τερος, 
σχολαι-τέρα, 
σχολαί-τερον 
σχολαί-τατος, 
σχολαι-τάτη, 
σχολαί-τατον 
Με την κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
ἴσος-η-ον ἰσ-αί-τερος, -α, -ον ἰσ-αί-τατος 
ὄψιος (= όψιμος)-η-ον ὀψι-αί-τερος, -α, -ον ὀψι-αί-τατος
πλησίος-α-ον πλησι-αί-τερος, -α, -ον πλησι-αί-τατος, -η, -ον 
πρῷος (από το πρώιος = 
πρωινός) 
πρῳ-αί-τερος, -α, -ον πρῳ-αί-τατος, -η, -ον 
εὔδιος-α-ον εὐδι-αίτερος, -α, -ον 
(και εὐδιέσ-τερος, -α, -ον) 
εὐδι-αί-τατος , -η, -ον 
(και εὐδιέσ-τατος, -η, -ον) 
ἥσυχος –η-ον ἡσυχ-αί-τερος ,-α, -ον 
(και ἡσυχώ-τερος, -α, -ον) 
ἡσυχ-αί-τατος , -η, -ον 
(και ἡσυχώ-τατος, -η, -ον) 
ἴδιος-α-ον ἰδι-αί-τερος, -α, -ον 
(και ἰδιώ-τερος, -α, -ον) 
ἰδι-αί-τατος, -η, -ον 
(και ἰδιώ-τατος, -η, -ον) 
φίλος -η-ον φιλ-αί-τερος, -α, -ον 
ἤ φίλ-τερος, -α, -ον 
(και φιλ-ίων, -ιων, -ιον) 
φιλ-αίτατος , -η, -ον 
φίλ-τατος, -η, -ον 
ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ 
Τα παραθετικά ορισμένων ορισμένων επιθέτων σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες 
φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, γι’ αυτό 
λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
αἰσχρός, -α, 
-ον 
ὁ,ἡ αἰσχίων, τὸ αἴσχιον αἰσχιστος, -η, -ον 
ἐχθρός, -α, 
-ον 
ὁ,ἡ ἐχθίων, τὸ ἔχθιον 
(καὶ ὀμαλά: ἐχθρότερος, -α, -ον) 
ἔχθιστος, -η, -ον 
(καὶ ὀμαλά: ἐχθρότατος, -η, -ον) 
ἡδύς, 
-εῖα, -ὺ 
ὁ, ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον ἥδιστος, -η, -ον 
καλός, 
-η, -ον 
ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον κάλλιστος, -η, -ον 
μέγας 
- μεγάλη - 
μέγαν 
ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον μέγιστος, -η, -ον 
ῥᾴδιος, 
-α, -ον 
ὁ, ἡ ῥᾴων, τὸ ῥᾷον ῥᾷστος, -η, -ον
ταχύς, 
-εῖα, -ὺ 
ὁ, ἡ θάττων, τὸ θᾶττον τάχιστος, -η, -ον 
ἀγαθός, 
-η, -ον 
ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον 
ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον 
ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον 
ὁ, ἡ λῴων, τὸ λῷον 
ἄριστος, -η, -ον 
βέλτιστος, -η, -ον 
κράτιστος, -η, -ον 
λῷστος, -η, -ον 
κακός, 
-η, -ον 
ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον 
ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον 
κάκιστος, -η, -ον 
χείριστος, -η, -ον 
μακρός, 
-α, -ον 
μακρότερος, -α, -ον μακρότατος, -η, -ον 
μήκιστος, -η, -ον 
μικρός, 
-α, -ον 
μικρότερος, -α, -ον 
ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον 
ὁ, ἡ ἥττων, τὸ ἧττον 
μικρότατος, -η, -ον 
ἐλάχιστος, -η, -ον 
ἐπιρρ. ἥκιστα 
ὀλίγος, 
-η, -ον 
ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον ὀλίγιστος, -η, -ον 
πολύς - 
πολλή - 
πολύ 
ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον πλεῖστος, -η, -ον 
ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ 
Ο συγκριτικός βαθμός των ανωμάλων παραθετικών κλίνεται κατά τα δικατάληκτα επίθετα της γ΄ 
κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα: 
π.χ. ὁ,ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον 
Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός 
ὁ, ἡ βελτίων τὸ βέλτιον οἱ, αἱ βελτίον-ες ή 
βελτίους 
τὰ βελτίον-α ή 
βελτίω 
τοῦ,τῆς βελτίον-ος τοῦ βελτίον-ος τῶν βελτιόν-ων τῶν βελτιόνων 
τῷ, τῇ βελτίον-ι τῷ βελτίον-ι τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν) τοῖς βελτίοσι(ν) 
τόν, τὴν βελτίον-α ή 
βελτίω 
τὸ βέλτιον τούς, τὰς βελτίονας ή 
βελτίους 
τὰ βελτίον-α ή 
βελτίω
ὦ βέλτιον ὦ βέλτιον (ὦ) βελτίον-ες ή 
βελτίους 
(ὦ) βελτίον-α ή 
βελτίω 
ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ 
Τα περιφραστικά παραθετικά σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, στο συγκριτικό βαθμό με το 
επίρρημα μᾶλλονκαι στον υπερθετικό βαθμό με το επίρρημα μάλιστα εμπρός από το θετικό: 
π.χ. ἐπιμελής, μᾶλλον ἐπιμελής, μάλιστα ἐπιμελής. 
Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν παράλληλα 
και περιφραστικά παραθετικά. 
Παρατηρήσεις στα περιφραστικά παραθετικά: 
Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα 
που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά. 
 μετοχές: 
δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος 
συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων 
ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν. 
 μονοκατάληκτα ἐπίθετα: 
εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων΄ 
ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. 
Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά. 
ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ 
Μερικά επίθετα δεν έχουν θετικό βαθμό ή και έναν από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά 
των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά. 
Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
(ἄνω) ἀνώ-τερος ἀνώ-τατος 
(κάτω) κατώ-τερος κατώ-τατος
(πρὸ) πρό-τερος πρῶτος (πρό-ατος) 
(ὑπὲρ) ὑπέρ-τερος ὑπέρ-τατος 
ἐπικρατῶν ἐπικρατ-έστερος - 
προτιμώμενος προτιμό-τερος - 
Παρατήρηση στα παραθετικά των επιθέτων: 
Μερικά επίθετα δεν σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση 
που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι όσα φανερώνουν: 
α) ύλη: π.χ. λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος 
β) τοπική ή χρονική σχέση: π.χ. χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος 
γ) μέτρο: π.χ. σταδιαῖος, πηχυαῖος 
δ) καταγωγή ή συγγένεια: π.χ. πατρῷος, μητρικός 
ε) μόνιμη κατάσταση: π.χ. θνητός, νεκρός 
στ) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ-: π.χ. ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά. 
ζ) μερικά συνθετικά με α΄ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθεση ὑπέρ: 
π.χ. πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος , ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος 
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ 
Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι΄ αυτό σχηματίζουν παραθετικά. 
Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική: 
α) επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα. 
Τα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατική του ουδετέρου του 
συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικὀ έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική αιτιατική του 
ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου: 
(δίκαιος), δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα 
(σοφός), σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα 
(ἀληθής), ἀληθῶς, ἀληθέστερον, ἀληθέστατα
(σώφρων), σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα 
(ἡδύς), ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα 
(καλός), καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ά. 
β) Τα επιρρήματα εὖ (ἀντίστοιχο τοῦ ἐπιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον καὶ πολύ: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
εὖ ἄμεινον 
βέλτιον 
κρεῖττον 
ἄριστα 
βέλτιστα 
κράτιστα 
ὀλίγον μεῖον 
ἔλαττον 
ἧττον 
ὀλίγιστα 
ἐλάχιστα 
ἥκιστα 
πολὺ πλέον πλεῖστα ή πλεῖστον 
γ) Το επίρρημα μάλα (= πολύ), ποὺ οἱ τρεὶς βαθμοί του εἶναι: 
θετ. μάλα, συγκρ. μᾶλλον, ὑπερθ. μάλιστα 
δ) Μερικὰ τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις 
–τέρω, -τάτω: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
ἄνω ἀνωτέρω ἀνωτάτω 
ἄπωθεν (= μακριά) ἀπωτέρω ἀπωτάτω 
ἐγγὺς (= κοντά) ἐγγυτέρω 
ἐγγύτερον 
ἔγγιον 
ἐγγυτάτω 
ἐγγύτατα 
ἔγγιστα 
ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω 
ἔσω (καὶ εἴσω) ἐσωτέρω ἐσωτάτω 
κάτω κατωτέρω κατωτάτω 
πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω
πέρα περαιτέρω - 
ε) Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις 
–(αί)τερον, -(αί)τατα: 
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός 
πάλαι παλαίτερον παλαίτατα 
πρωί πρωιαίτερον 
πρῳαίτερον 
πρωιαίτατα 
πρῳαίτατα 
ὀψέ (= ἀργά) ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα 
Παρατήρηση στα παραθετικά των επιρρημάτων: 
Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με 
ταμᾶλλον, μάλιστα και το θετικό. 
π.χ. σοφῶς, μᾶλλον σοφῶς, μάλιστα σοφῶς 
ἡδέως, μᾶλλον ἡδέως, μάλιστα ἡδέως
ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Αριθμητικά λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν αριθμούς ή παράγονται από ονόματα αριθμών. Τα 
αριθμητικά είναι: επίθετα, ουσιαστικά, επιρρήματα. 
Τα αριθμητικά ουσιαστικά σημαίνουν αφηρημένη αριθμητική ποσότητα, είναι όλα θηλυκά και 
λήγουν σε -άς. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων 
π.χ. δυ-άς, τρι-ὰς κ.λπ. και κλίνονται όπως τα θηλυκά οδοντικόληκτα της γ’ κλίσης σε –άς, γεν. – 
άδος. 
Τα αριθμητικά επιρρήματα φανερώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι. Τα περισσότερα 
σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων και λήγουν σε –άκις ή –κις π.χ. 
πεντάκις, δεκάκις κ.λπ. Σχηματίζονται ιδιόμορφα τα: ἅπαξ (= για μια μόνο φορά), δὶς (= για δύο 
φορές), τρὶς (= για τρεις φορές) και ἐνάκις(= για εννέα φορές). 
Τα αριθμητικά επίθετα διακρίνονται σε απόλυτα, τακτικά, χρονικά, 
πολλαπλασιαστικά και αναλογικά. 
Α. Απόλυτα αριθμητικά 
Τα απόλυτα αριθμητικά δηλώνουν απλώς ένα ορισμένο πλήθος όντων: εἷς (ὁπλίτης), μία (ναῦς), ἕν 
(ὅπλον). 
Τα εἷς - μία - ἕν, τρεῖς - τρία, τέτταρες - τέτταρα, κλίνονται ως εξής: 
α. εἷς - μία - ἓν 
Ενικός αριθμός 
αρσενικό Θηλυκό ουδέτερο 
Ονομαστική εἷς Μία ἓν 
Γενική ἑνὸς μιᾶς ἑνὸς 
Δοτική ἑνὶ μιᾷ ἑνὶ 
Αιτιατική ἕνα Μίαν ἓν 
β. τρεῖς - τρία
Πληθυντικός αριθμός 
αρσενικό και θηλυκό ουδέτερο 
Ονομαστική τρεῖς Τρία 
Γενική τριῶν τριῶν 
Δοτική τρισὶ(ν) τρισὶ(ν) 
Αιτιατική τρεῖς Τρία 
γ. τέτταρες - τέτταρα 
Πληθυντικός αριθμός 
αρσενικό και θηλυκό ουδέτερο 
Ονομαστική Τέτταρες Τέτταρα 
Γενική Τεττάρων τεττάρων 
Δοτική τέτταρσι(ν) τέτταρσι(ν) 
Αιτιατική τέτταρας Τέτταρα 
Παρατηρήσεις: 
 Τα αριθμητικά από το πέντε μέχρι και το εκατό είναι άκλιτα (π.χ. τῶν τριάκοντα 
τυράννων κ.λπ.). 
 Από το διακόσιοι, -αι, -α και εξής κλίνονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό όπως τα 
τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα. Τα απόλυτα αριθμητικά από το διακόσιοι, -αι, -α 
και πέρα είναι δυνατό να βρεθούν και στον ενικό αριθμό όταν προσ διορίζουν 
περιληπτικά ουσιαστικά: 
π.χ. τὴν παρὰ Περδίκκου διακοσίαν ἵππον ἐν Ὀλύνθῳ μένειν. 
Β. Τακτικά αριθμητικά
Τα τακτικά αριθμητικά φανερώνουν την τάξη, τη θέση που κατέχει κάτι σε σχέση με μια σειρά από 
όμοιά του: 
π.χ. πρῶτος (μήν), δευτέρα (ἡμέρα) κ.λπ. 
Σχηματίζονται από τα απόλυτα αριθμητικά. 
 Από το 1 έως και το 12 είναι μονολεκτικά με την κατάληξη -τος, -τη, -τον (π.χ. πρῶτος, -τη, 
-τον) και περιφραστικά από το 13 έως και το 19 (π.χ. τρίτος και δέκατος κ.λπ.). 
Εξαιρούνται τα: 
δεύτερος, -τέρα, -τερον, 
ἕβδομος, -μη, -μον και 
ὅγδοος, -όη, -οον. 
 Από το 20 και πέρα σχηματίζονται με την κατάληξη -στός, -στή, -στόν: 
π.χ. εἰκοστός, -στή, -στὸν κ.λπ. 
 Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε ος, -η, -ον. 
Γ. Χρονικά 
Τα χρονικά αριθμητικά (που δεν τα έχει η νέα ελληνική) φανερώνουν ποια ημέρα συμβαίνει μια 
πράξη, από τότε που άρχισε. Αυτά σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –αῖος: 
π.χ. (δεύτερος) δευτεραῖος ἀφίκετο (= έφτασε τη δεύτερη μέρα αφότου ξεκίνησε). 
Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον. 
Δ. Πολλαπλασιαστικά 
Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά δηλώνουν από πόσα μέρη αποτελείται κάτι. Σχηματίζονται από 
το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης -πλοῦς. 
π.χ. (τρί-α) τριπλοῦς, (δέκα) δεκαπλοῦς. 
Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά κλίνονται όπως τα συνηρημένα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ 
κλίσης σε - οῦς, -ῆ, -οῦν. 
π.χ. (ἁπλόος) ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλῆ , (ἁπλόον) ἁπλοῦν,
(διπλόος) διπλοῦς, (διπλόη) διπλῆ, (διπλόον) διπλοῦν κτλ. 
Ε. Αναλογικά 
Τα αναλογικά αριθμητικά δηλώνουν πόσες φορές είναι μεγαλύτερο ένα ποσό από ένα άλλο του 
ίδιου είδους. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων και λήγουν σε -πλάσιος. 
π.χ. (δι-ο) διπλάσιος. 
Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον. 
ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ 
Απόλυτα τακτικά Πολλαπλα- 
σιαστικά 
Αναλογικά χρονικά Ουσια- 
στικά 
Επιρρήμα 
-τα 
1 εἷς, μία, 
ἓν 
πρῶτος, 
πρώτη, 
πρῶτον 
ἁπλοῦς - - μονὰς ἅπαξ 
2 δύο δεύτερος, - 
έρα, -ερον 
διπλοῦς Διπλάσιος δευτεραῖος δυὰς δὶς 
3 τρεῖς, τρία τρίτος, -η, -ον τριπλοῦς Τριπλάσιος τριταῖος τριὰς τρὶς 
4 τέσσαρες, 
τέσσαρα 
τέταρτος, - 
άρτη, -αρτον 
τετραπλοῦς Τετραπλάσιος τεταρταῖος τετρὰς Τετράκις 
5 πέντε πέμπτος, -η, - 
ον 
πενταπλοῦς Πενταπλάσιος πεμπταῖος πεμπὰς Πεντάκις 
6 ἓξ ἕκτος, -η,-ον ἑξαπλοῦς ἑξαπλάσιος - ἑξὰς ἑξάκις 
Παρατήρηση: 
Για τη μελέτη όλων των αριθμητικών βλέπε τη Γραμματική της Aρχαίας Ελληνικής, σελ. 128 έως 
133.
ΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 
Τα συνηθέστερα ανώμαλα επίθετα είναι τα εξής: 
ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ 
ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα 
ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον. 
Ανώμαλα επίθετα είναι και τα ελλειπτικά: ὁ, ἡ σῶς , τὸ σῶν και ὁ φροῦδος, ἡ φρούδη (και ἡ 
φροῦδος), τὸ φροῦδον (βλ. Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, σελ.113-114, παρ.4 ,5). 
Η κλίση των ανωμάλων επιθέτων 
 ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ 
Ενικός αριθμός 
Αρσενικό θηλυκό ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
ὁ πολὺς 
τοῦ πολλοῦ 
τῷ πολλῷ 
τὸν πολὺν 
(ὦ) πολὺ 
ἡ πολλὴ 
τῆς πολλῆς 
τῇ πολλῇ 
τὴν πολλὴν 
(ὦ) πολλὴ 
τὸ πολὺ 
τοῦ πολλοῦ 
τῷ πολλῷ 
τὸ πολὺ 
(ὦ) πολὺ 
Πληθυντικός αριθμός 
Αρσενικό θηλυκό ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
οἱ πολλοὶ 
τῶν πολλῶν 
τοῖς πολλοῖς 
τοὺς πολλοὺς 
(ὦ) πολλοὶ 
αἱ πολλαὶ 
τῶν πολλῶν 
ταῖς πολλαῖς 
τὰς πολλὰς 
(ὦ) πολλαὶ 
τὰ πολλὰ 
τῶν πολλῶν 
τοῖς πολλοῖς 
τὰ πολλὰ 
(ὦ) πολλὰ 
 ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα 
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό Ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
ὁ μέγας 
τοῦ μεγάλου 
τῷ μεγάλῳ 
τὸν μέγαν 
(ὦ) μέγα 
ἡ μεγάλη 
τῆς μεγάλης 
τῇ μεγάλῃ 
τὴν μεγάλην 
(ὦ) μεγάλη 
τὸ μέγα 
τοῦ μεγάλου 
τῷ μεγάλῳ 
τὸ μέγα 
(ὦ) μέγα 
Πληθυντικός αριθμός 
αρσενικό Θηλυκό ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
οἱ μεγάλοι 
τῶν μεγάλων 
τοῖς μεγάλοις 
τοὺς μεγάλους 
(ὦ) μεγάλοι 
αἱ μεγάλαι 
τῶν μεγάλων 
ταῖς μεγάλαις 
τὰς μεγάλας 
(ὦ) μεγάλαι 
τὰ μεγάλα 
τῶν μεγάλων 
τοῖς μεγάλοις 
τὰ μεγάλα 
(ὦ) μεγάλα 
 ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον 
Ενικός αριθμός 
αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
ὁ πρᾶος 
τοῦ πράου 
τῷ πράῳ 
τὸν πρᾶον 
(ὦ) πρᾶε 
ἡ πραεῖα 
τῆς πραείας 
τῇ πραείᾳ 
τὴν πραεῖαν 
(ὦ) πραεῖα 
τὸ πρᾶον 
τοῦ πράου 
τῷ πράῳ 
τὸ πρᾶον 
(ὦ) πρᾶον 
Πληθυντικός αριθμός 
αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο 
ονομ. 
γεν. 
δοτ. 
αιτ. 
κλητ. 
οἱ πρᾶοι 
τῶν πραέων 
τοῖς πραέσι 
τοὺς πράους 
(ὦ) πρᾶοι 
αἱ πραεῖαι 
τῶν πραειῶν 
ταῖς πραείαις 
τὰς πραείας 
(ὦ) πραεῖα 
τὰ πραέα 
τῶν πραέων 
τοῖς πραέσι 
τὰ πραέα 
(ὦ) πραέα
επιθετα ολη η θεωρια!

More Related Content

PDF
Επαναληπτικές Ασκήσεις Γλώσσας Γ' τάξη - 1η Ενότητα: ¨¨Πάλι μαζί¨¨
DOC
υρα (1)
DOCX
Έκθεση: περιγράφω τον καλύτερό μου φίλο
PDF
Γλώσσα ΣΤ΄- Επαναληπτικό 9ης Ενότητας: ΄΄ Συσκευές ΄΄
PDF
μια αστεία ιστορία 1
PDF
Περιγραφή προσώπου
PDF
Ενότητα 5η, ο ρόλος, οι λειτουργίες και οι μορφές του ρήματος
DOCX
Εκπαιδευτικό σενάριο «Γεωμετρία - Χώρος και σχήματα Υποενότητα: ● Γεωμετρικά...
Επαναληπτικές Ασκήσεις Γλώσσας Γ' τάξη - 1η Ενότητα: ¨¨Πάλι μαζί¨¨
υρα (1)
Έκθεση: περιγράφω τον καλύτερό μου φίλο
Γλώσσα ΣΤ΄- Επαναληπτικό 9ης Ενότητας: ΄΄ Συσκευές ΄΄
μια αστεία ιστορία 1
Περιγραφή προσώπου
Ενότητα 5η, ο ρόλος, οι λειτουργίες και οι μορφές του ρήματος
Εκπαιδευτικό σενάριο «Γεωμετρία - Χώρος και σχήματα Υποενότητα: ● Γεωμετρικά...

What's hot (20)

PPTX
Διαφοροποιημένη διδασκαλία – Τεχνικές - Προτάσεις
DOCX
Ιλιάδα ραψωδία A στ.1 53, φύλλο εργασίας
PDF
Tου γιοφυριού της Άρτας
PDF
Επαναληπτικές Ασκήσεις Ιστορίας Γ', 6η Ενότητα: Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
PDF
Γλώσσα ΣΤ΄. Επανάληψη 9ης ενότητας: ΄΄Συσκευές΄΄
DOC
ΒΙΟΛΟΓΙΑ Α ΓΥΜΝ.-Διαγώνισμα Α τριμηνο_Β ΟΜΑΔΑ
PDF
επαναληπτικές ασκήσεις 1ης ενότητας γ' τάξη
DOC
επιθετα ουσιαστικα (ασκήσεις)(1)
PDF
Επαναληπτικές Ασκήσεις Ιστορίας Γ΄ - 2η Ενότητα: Ηρακλής
PDF
Περιγραφή αντικειμένου
DOCX
κειμενα νεοελληνικης λογοτεχνιας α
PDF
Ευθείες –Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις (θεωρία-ασκήσεις)
PDF
προβλήματα πολλαπλασιασμού
PDF
δημοκρατία δικτατορία πολυτεχνείο
DOCX
οικογενεια λεξεων
PDF
Μαθηματικά Δ΄ 3. 17: ΄΄Μετρώ και εκφράζω το μήκος΄΄
PDF
Νεοελληνική Γλώσσα Α γυμνασίου-ενότητα 2
DOC
Σχέσεις των δύο φύλων
DOCX
Φύλλο εργασίας Αρχαία α΄ γυμν 8 ενότητα
PDF
Tο σώμα μου γνωρίζω, μ΄αρέσει, το φροντίζω...
Διαφοροποιημένη διδασκαλία – Τεχνικές - Προτάσεις
Ιλιάδα ραψωδία A στ.1 53, φύλλο εργασίας
Tου γιοφυριού της Άρτας
Επαναληπτικές Ασκήσεις Ιστορίας Γ', 6η Ενότητα: Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
Γλώσσα ΣΤ΄. Επανάληψη 9ης ενότητας: ΄΄Συσκευές΄΄
ΒΙΟΛΟΓΙΑ Α ΓΥΜΝ.-Διαγώνισμα Α τριμηνο_Β ΟΜΑΔΑ
επαναληπτικές ασκήσεις 1ης ενότητας γ' τάξη
επιθετα ουσιαστικα (ασκήσεις)(1)
Επαναληπτικές Ασκήσεις Ιστορίας Γ΄ - 2η Ενότητα: Ηρακλής
Περιγραφή αντικειμένου
κειμενα νεοελληνικης λογοτεχνιας α
Ευθείες –Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις (θεωρία-ασκήσεις)
προβλήματα πολλαπλασιασμού
δημοκρατία δικτατορία πολυτεχνείο
οικογενεια λεξεων
Μαθηματικά Δ΄ 3. 17: ΄΄Μετρώ και εκφράζω το μήκος΄΄
Νεοελληνική Γλώσσα Α γυμνασίου-ενότητα 2
Σχέσεις των δύο φύλων
Φύλλο εργασίας Αρχαία α΄ γυμν 8 ενότητα
Tο σώμα μου γνωρίζω, μ΄αρέσει, το φροντίζω...
Ad

Similar to επιθετα ολη η θεωρια! (20)

DOCX
επιθετα β΄ κλισης
DOCX
επιθετα γ΄ κλισης
DOC
ΕΠΙΘΕΤΑ .doc
PDF
Επίθετα γ΄ κλίσης (τριτόκλιτα) (θεωρία - ασκήσεις), Αρχαία ελληνικά
PDF
Δευτερόκλιτα επίθετα - Η δεικτική αντωνυμία οὖτος, αὕτη, τοῦτο, Ενότητα 8 Αρχ...
DOCX
Tριτόκλιτα επίθετα
PDF
Τα δευτερόκλιτα επίθετα και η δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὓτη, τοῦτο
PDF
γ κλιση ουσιαστικων αρχαία ελληνικά
DOC
ουσιαστικα
PPTX
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ παραθετικά επιθέτων
DOC
συμφωνόληκτα ουσιαστικά της γ κλίσης αρχαία
DOCX
H τρίτη κλίση των ουσιαστικών
PDF
Εν. 2, Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου
PDF
Σιγμόληκτα και ενρινόληκτα επίθετα γ΄ κλίσης. Ερωτηματική και Αόριστη αντωνυμ...
PDF
Epanaliptikes askisis a b-g klisis
DOCX
γ΄ κλιση ουσιαστικων
PPT
Part & Adj 3d Decl
PDF
Φωνηεντόληκτα επίθετα τρίτης κλίσης, 4η ενότητα Αρχαίων Β΄ Γυμνασίου
PPTX
PPT ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ.pptx
PPTX
PPT ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ .pptx
επιθετα β΄ κλισης
επιθετα γ΄ κλισης
ΕΠΙΘΕΤΑ .doc
Επίθετα γ΄ κλίσης (τριτόκλιτα) (θεωρία - ασκήσεις), Αρχαία ελληνικά
Δευτερόκλιτα επίθετα - Η δεικτική αντωνυμία οὖτος, αὕτη, τοῦτο, Ενότητα 8 Αρχ...
Tριτόκλιτα επίθετα
Τα δευτερόκλιτα επίθετα και η δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὓτη, τοῦτο
γ κλιση ουσιαστικων αρχαία ελληνικά
ουσιαστικα
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ παραθετικά επιθέτων
συμφωνόληκτα ουσιαστικά της γ κλίσης αρχαία
H τρίτη κλίση των ουσιαστικών
Εν. 2, Παραθετικά επιθέτων και επιρρημάτων, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Γ΄ Γυμνασίου
Σιγμόληκτα και ενρινόληκτα επίθετα γ΄ κλίσης. Ερωτηματική και Αόριστη αντωνυμ...
Epanaliptikes askisis a b-g klisis
γ΄ κλιση ουσιαστικων
Part & Adj 3d Decl
Φωνηεντόληκτα επίθετα τρίτης κλίσης, 4η ενότητα Αρχαίων Β΄ Γυμνασίου
PPT ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ.pptx
PPT ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ .pptx
Ad

More from Eleni Kots (20)

DOCX
ιιι. οι οπτικές της γλώσσας
DOCX
V. παραγωγή κειμένων
DOCX
VΙ. οι ειδικές γλώσσες
DOCX
ΙV. η δημιουργικότητα της γλώσσας
DOCX
ιι. οι ποικιλίες της γλώσσας
DOCX
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ-ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
DOCX
ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ
DOCX
ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
DOCX
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
DOCX
ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
DOCX
ΤΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ
DOCX
TΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
DOCX
ΠΟΙΝΕΣ-ΣΧΟΛΙΚΕΣΠΟΙΝΕΣ
DOCX
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
DOCX
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
DOCX
ΓΕΛΙΟ
DOCX
ΜΟΔΑ-ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
DOC
ΛΟΓΟΣ-ᾹΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ-ΔΙΑΛΟΓΟΣ
DOCX
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
DOCX
ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ
ιιι. οι οπτικές της γλώσσας
V. παραγωγή κειμένων
VΙ. οι ειδικές γλώσσες
ΙV. η δημιουργικότητα της γλώσσας
ιι. οι ποικιλίες της γλώσσας
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ-ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ
ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
ΤΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ΄ΛΥΚΕΙΟΥ
TΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΠΟΙΝΕΣ-ΣΧΟΛΙΚΕΣΠΟΙΝΕΣ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΙ
ΓΕΛΙΟ
ΜΟΔΑ-ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
ΛΟΓΟΣ-ᾹΝΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟΣ-ΔΙΑΛΟΓΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΧΑΣΜΑ ΓΕΝΕΩΝ

Recently uploaded (8)

PPTX
Χειραφέτιση και Αναμόρφωση 4. Η Εθνοσυνέλευση του 1862-1864
PPTX
A digital marketing strategy presentation for Evangelos Venizelos
PPTX
A digital marketing strategy presentation for Evangelos Venizelos
PPTX
Γερμανίδου Φωτεινή, Το πτώμα στη βιβλιοθήκη.pptx
PPTX
Δριστά Κυριακή, Το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη.pptx
PPTX
Γρηγοριάδου Ανθή Μαρία, Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου.pptx
PPTX
Γερμανίδου Δήμ., Αγκαθα Κρίστι.ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ_pptx4.pptx
PPTX
Δούλια Θάλεια, Καρδιά Πάνω σε Ρόδες -Άντρη Αντωνίου- τελική Βιβλιοπαρουσίαση....
Χειραφέτιση και Αναμόρφωση 4. Η Εθνοσυνέλευση του 1862-1864
A digital marketing strategy presentation for Evangelos Venizelos
A digital marketing strategy presentation for Evangelos Venizelos
Γερμανίδου Φωτεινή, Το πτώμα στη βιβλιοθήκη.pptx
Δριστά Κυριακή, Το καπλάνι της βιτρίνας της Άλκης Ζέη.pptx
Γρηγοριάδου Ανθή Μαρία, Τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου.pptx
Γερμανίδου Δήμ., Αγκαθα Κρίστι.ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΝΕΙΛΟ_pptx4.pptx
Δούλια Θάλεια, Καρδιά Πάνω σε Ρόδες -Άντρη Αντωνίου- τελική Βιβλιοπαρουσίαση....

επιθετα ολη η θεωρια!

  • 1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Τα επίθετα της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται: α) ως προς τον αριθμό των γενών σε: τριγενή-διγενή Τριγενή είναι τα επίθετα που έχουν τρία γένη (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Διγενή είναι τα επίθετα που έχουν δυο μόνο γένη το αρσενικό και το θηλυκό. β) ως πρός τον αριθμό των καταλήξεων σε: τρικατάληκτα-δικατάληκτα-μονοκατάληκτα Τρικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν τρεις διαφορετικές καταλήξεις, μια για κάθε γένος (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Δικατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν δὐο μόνο καταλήξεις, μια κοινή για το αρσενικό και το θηλυκό και μια για το ουδέτερο. Μονοκατάληκτα είναι τα επίθετα που έχουν μια μόνο κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό και είναι διγενή.
  • 2. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ 1. Τα επίθετα της β΄ κλίσης ανάλογα με τις καταλήξεις και τα γένη διακρίνονται σε: α) τριγενή και τρικατάληκτα με καταλήξεις –ος, -η (ή –α), -ον: ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθὸν – γενναῖος, γενναία, γενναῖον β) τριγενή και δικατάληκτα με καταλήξεις –ος (αρσενικό και θηλυκό), -ον (ουδέτερο): ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον. γ) συνηρημένα τριγενή και τρικατάληκτα: χρυσοῦς, χρυσῆ, χρυσοῦν και συνηρημένα τριγενή και δικατάληκτα: ὁ, ἡ εὔνους, τὸ εὔνουν και δ) αττικόκλιτα επίθετα: ὁ, ἡ ἵλεως, τὸ ἵλεων. 2. Το αρσενικό και το ουδέτερο γένος των δευτερόκλιτων επιθέτων κλίνονται όπως τα ουσιαστικά της β΄ κλίσης στο αντίστοιχο γένος. 3. H κλίση του θηλυκού γένους των δευτερόκλιτων τρικατάληκτων επιθέτων είναι ίδια με αυτή των ουσιαστικών της α΄ κλίσης. 4. Το θηλυκό των δευτερόκλιτων επιθέτων τρικατάληκτων επιθέτων στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού τονίζεται στην σύμφωνα με το αρσενικό.
  • 4. Καταλήξεις των δευτερόκλιτων επιθέτων ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. -ος -ου -ῳ -ον -ε -η -ης -ῃ -ην -η -α -ας -ᾳ -αν -α -ον -ου -ῳ -ον -ον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Αρσενικά Θηλυκά Ουδέτερα Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. -οι -ων -οις -ους -οι -αι -ων -αις -ας -αι -α -ων -οις -α -α ΑΣΥΝΑΙΡΕΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Παραδείγματα κλίσης τρικατάληκτων και δικατάληκτων επιθέτων α) Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -η, -ον ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ σοφὸς τοῦ σοφοῦ τῷ σοφῷ τὸν σοφὸν (ὦ) σοφὲ ἡ σοφὴ τῆς σοφῆς τῇ σοφῇ τὴν σοφὴν (ὦ) σοφὴ τὸ σοφὸν τοῦ σοφοῦ τῷ σοφῷ τὸ σοφὸν (ὦ) σοφὸν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. οἱ σοφοὶ τῶν σοφῶν τοῖς σοφοῖς αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ταῖς σοφαῖς τὰ σοφὰ τῶν σοφῶν τοῖς σοφοῖς
  • 5. Αιτ. Κλητ. τοὺς σοφοὺς (ὦ) σοφοὶ τὰς σοφὰς (ὦ) σοφαὶ τὰ σοφὰ (ὦ) σοφὰ Τριγενή και τρικατάληκτα σε –ος, -α, -ον ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ δίκαιος τοῦ δικαίου τῷ δικαίῳ τὸν δίκαιον (ὦ) δίκαιε ἡ δικαία τῆς δικαίας τῇ δικαίᾳ τὴν δικαίαν (ὦ) δικαία τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου τῷ δικαίῳ τὸ δίκαιον (ὦ) δίκαιον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ δίκαιοι τῶν δικαίων τοῖς δικαίοις τοὺς δικαίους (ὦ) δίκαιοι αἱ δίκαιαι τῶν δικαίων ταῖς δικαίαις τὰς δικαίας (ὦ) δίκαιαι τὰ δίκαια τῶν δικαίων τοῖς δικαίοις τὰ δίκαια (ὦ) δίκαια ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων σε -ος: 1.λήγει σε -η, αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει σύμφωνο εκτός από το ρ: ἀγαθός, ἀγαθή - πιστός, πιστή. Λήγει σε -α, αν πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού υπάρχει φωνήεν ή ρ: ἅγιος, ἁγία – γενναῖος, γενναία (εκτός ἀπὸ τὸ ὄγδοος, ὀγδόη). 2.στην ονομαστική, γενική και κλητική του πληθυντικού τονίζεται όπου τονίζεται στις αντίστοιχες πτώσεις το αρσενικό: ἡ ἁγία – αἱ ἅγιαι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιαι (όπως οἱ ἅγιοι, τῶν ἁγίων, (ὦ) ἅγιοι). β) Δικατάληκτα τριγενή και δικατάληκτα σε -ος, -ον ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἄφθονος τοῦ, τῆς ἀφθόνου τῷ, τῇ ἀφθόνῳ τόν, τὴν ἄφθονον (ὦ) ἄφθονε τὸ ἄφθονον τοῦ ἀφθόνου τῷ ἀφθόνῳ τὸ ἄφθονον (ὦ) ἄφθονον
  • 6. ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ ἄφθονοι τῶν ἀφθόνων τοῖς, ταῖς ἀφθόνοις τούς, τὰς ἀφθόνους (ὦ) ἄφθονοι τὰ ἄφθονα τῶν ἀφθόνων τοῖς ἀφθόνοις τὰ ἄφθονα (ὦ) ἄφθονα ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Από τα δευτερόκλιτα επίθετα είναι δικατάληκτα: 1.τα περισσότερα από τα σύνθετα σε -ος: ὁ, ἡ ἄγονος, τὸ ἄγονον - ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον - ὁ, ἡ ἄκαιρος, τὸ ἄκαιρον - ὁ, ἡ ἄκαρπος, τὸ ἄκαρπον - ὁ, ἡ ἀξιόμαχος, τὸ ἀξιόμαχον - ὁ, ἡ ἔνδοξος, τὸ ἔνδοξον κ.ά 2.τα απλά επίθετα: αἴθριος, αἰφνίδιος, βάναυσος, βάρβαρος, βάσκανος, βέβηλος, γαμήλιος, δόκιμος, ἕωλος (=παλιός), ἥμερος, ἤρεμος, ἥσυχος, κίβδηλος, λάβρος, λάλος, χέρσος, τιθασός (=εξημερωμένος, ήμερος). 3.μερικά επίθετα σε -ος που χρησιμοποιούνται (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως ουσιαστικά: ὁ, ἡ ἀγωγός, τὸ ἀγωγὸν (=αυτό που οδηγεί, που φέρνει) - ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθὸν (=αυτό που βοηθεί) - ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ τιμωρὸν - ὁ, ἡ τύραννος, τὸ τύραννον. 4.Είναι τρικατάληκτα τα παρασύνθετα επίθετα σε -ικος: εὐδαιμονικός, εὐδαιμονική, εὐδαιμονικόν. ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα, τα οποία πριν από το χαρακτήρα -ο- έχουν άλλο ο ή ε, συναιρούνται σε όλες τις πτώσεις. Τα επίθετα αυτά λέγονται συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα. Από αυτά άλλα είναι τρικατάληκτα (με τρία γένη) και άλλα δικατάληκτα (με τρία γένη). Παραδείγματα κλίσης συνηρημένων δευτερόκλιτων επιθέτων α) Τριγενή και τρικατάληκτα μὲ τρία γένη σε – οῦς, -ῆ , -οῦν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ (χρυσέος) χρυσοῦς τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ τῷ (χρυσέῳ) χρυσῷ τὸν (χρύσεον) χρυσοῦν - ἡ (χρυσέα) χρυσῆ τῆς (χρυσέας) χρυσῆς τῇ (χρυσέα) χρυσῇ τὴν (χρυσέαν) χρυσῆν - τὸ (χρυσοῦν) χρυσοῦν τοῦ (χρυσέου) χρυσοῦ τῷ (χρυσέῳ) χρυσῷ τὸ (χρύσεον) χρυσοῦν -
  • 7. ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν Δο Αιτ Κλ. οἱ (χρύσεοι) χρυσοῖ τῶν (χρυσέων) χρυσῶν τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς τοὺς (χρυσέους) χρυσοῦς - αἱ (χρύσεαι) χρυσαῖ τῶν (χρυσέων) χρυσῶν ταῖς (χρυσέαις) χρυσαῖς τὰς (χρυσέας) χρυσᾶς - τὰ (χρύσεα) χρυσᾶ τῶν (χρυσέων) χρυσῶν τοῖς (χρυσέοις) χρυσοῖς τὰ (χρύσεα) χρυσᾶ - β) Τριγενή και δικατάληκτα μὲ τρία γένη σε -ους, -ουν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ (εὔνοος) εὔνους τοῦ, τῆς (εὐνόου) εὔνου τῷ, τῇ (εὐνόῳ) εὔνῳ τόν, τὴν (εὔνοον) εὔνουν - τὸ (εὔνοον) εὔνουν τοῦ (εὐνόου) εὔνου τῷ (εὐνόῳ) εὔνῳ τὸ (εὔνοον) εὔνουν - ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ (εὔνοοι) εὖνοι τῶν (εὐνόων) εὔνων ταῖς, ταῖς (εὐνόοις) εὔνοις τούς, τὰς (εὐνόους) εὔνους - τὰ (εὔνοα) εὔνοα τῶν (εὐνόων) εὔνων τοῖς (εὐνόοις) εὔνοις τὰ (εὔνοα) εὔνοα - ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Τα συνηρημένα δευτερόκλιτα επίθετα: 1.Σχηματίζονται όπως και τα αντίστοιχα συνηρημένα ουσιαστικά της β΄ και α΄ κλίσης. 2.Δεν έχουν κλητική. 3.Στα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στη λήγουσα, ακόμη και όταν δεν τονίζεται κανένα από τα φωνήεντα που συναιρούνται: (χρύσεος) χρυσοῦς. Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα:  η κατάληξη -οι στην ονομαστική πληθυντικού είναι βραχύχρονη, παρόλο που προέρχεται από συναίρεση: οἱ, αἱ εὖνοι.  στο τέλος του πληθυντικού των ουδετέρων το -οα της ονομαστικής και της αιτιατικής μένει ασυναίρετο: τὰ εὔνοα. 4.Στα δικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -ους όλες οι πτώσεις και των τριών γενών τονίζονται στην παραλήγουσα.
  • 8. 5.Σύμφωνα με τα τρικατάληκτα συνηρημένα επίθετα σε -οῦς κλίνονται τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά επίθετα σε – πλοῦς, -πλῆ, -πλοῦν: ἁπλοῦς, ἁπλῆ, ἁπλοῦν. ΑΤΤΙΚΟΚΛΙΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Μερικά δευτερόκλιτα επίθετα κλίνονται κατά την αττική δεύτερη κλίση και το αρσενικό και το θηλυκό λήγουν σε –ως και το ουδέτερο σε –ων. Παραδείγματα κλίσης των αττικόκλιτων επιθέτων ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἵλεως τοῦ, τῆς ἵλεω τῷ, τῇ ἵλεῳ τὸν, τὴν ἵλεων (ὦ) ἵλεως τὸ ἵλεων τοῦ ἵλεω τῷ ἵλεῳ τὸ ἵλεων (ὦ) ἵλεων ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ ἵλεῳ τῶν ἵλεων τοῖς, ταῖς ἵλεῳς τοὺς, τὰς ἵλεως (ὦ) ἵλεῳ τὰ ἵλεα τῶν ἵλεων τοῖς ἵλεῳς τὰ ἵλεα (ὦ) ἵλεα ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1.Όλα τα αττικόκλιτα είναι δικατάληκτα εκτός από το επίθετο ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων. Τα σύνθετά του όμως σχηματίζονται ως δικατάληκτα. Π.χ. ὁ, ἡ ἔμπλεως, τὸ ἔμπλεων. 2.Στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του πληθυντικού του ουδετέρου, έχουν κατάληξη - α, σύμφωνα με τα ουδέτερα της κοινής β' κλίσης. 3.Το θηλυκό ἡ πλέα του αττικόκλιτου επιθέτου ὁ πλέως, ἡ πλέα, τὸ πλέων σχηματίζεται σύμφωνα με την α΄ κλίση. 4.Η κατάληξη της ονομαστικής και κλητικής αρσενικού και θηλυκού και της δοτικής των τριών γενών υπογράφεται: οἱ,αἱ ἵλεῳ - τοῖς, ταῖς, τοῖς ἵλεῳς - (ὦ) ἵλεῳ.
  • 9. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα. Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό γένος:  Λήγει σε –α βραχύχρονο: π.χ. ὁ βαθύς, ἡ βαθεῖα, ὁ πᾶς, ἡ πᾶσα, ὁ ἐκών, ἡ ἐκοῦσα, ὁ μέλας, ἡ μέλαινα  Στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: π.χ. τῶν βαθειῶν, τῶν πασῶν, τῶν ἑκουσῶν, τῶν μελαινῶν Α. ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ Τα φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης διακρίνονται σε τρικατάληκτα και δικατάληκτα. α) Τρικατάληκτα σε -υς, -εια, -υ ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ βαθὺς τοῦ βαθέος τῷ βαθεῖ τὸν βαθὺν (ὦ) βαθὺ ἡ βαθεῖα τῆς βαθείας τῇ βαθείᾳ τὴν βαθεῖαν (ὦ) βαθεῖα τὸ βαθὺ τοῦ βαθέος τῷ βαθεῖ τὸ βαθὺ (ὦ) βαθὺ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ βαθεῖς τῶν βαθέων τοῖς βαθέσι τοὺς βαθεῖς (ὦ) βαθεῖς αἱ βαθεῖαι τῶν βαθειῶν ταῖς βαθείαις τὰς βαθείας (ὦ) βαθεῖαι τὰ βαθέα τῶν βαθέων τοῖς βαθέσι τὰ βαθέα (ὦ) βαθέα ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ θῆλυς τοῦ θήλεος τῷ θήλει τὸν θῆλυν (ὦ) θῆλυ ἡ θήλεια τῆς θηλείας τῇ θηλείᾳ τὴν θήλειαν (ὦ) θήλεια τὸ θῆλυ τοῦ θήλεος τῷ θήλει τὸ θῆλυ (ὦ) θῆλυ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
  • 10. Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ θήλεις τῶν θηλέων τοῖς θήλεσι τοὺς θήλεις (ὦ) θήλεις αἱ θήλειαι τῶν θηλειῶν ταῖς θηλείαις τὰς θηλείας (ὦ) θήλειαι τὰ θήλεα τῶν θηλέων τοῖς θήλεσι τὰ θήλεα (ὦ) θήλεα ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Τα τριτόκλιτα επίθετα σε –υς, -εια, -υ: 1.Στο αρσενικό και στο ουδέτερο είναι: γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς, κ.ά., βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (τοῦ ἡμίσεος, της ἡμισείας, τοῦ ἠμίσεος). 2.Παρουσιάζονται με δυο θέματα: το ένα σε –υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του αρσενικού και του ουδετέρου, και το άλλο σε –ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών. 3.Συναιρούν το χαρακτήρα -ε- με το ακόλουθο –ε- ή -ι- σε –ει-, (Το επίθετο ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το -ε- με το –α στο τέλος του ουδετέρου και σχηματίζει και δεύτερο τύπο σε –η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.) 4.Την κλητική του ενικού του αρσενικού τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη –ς π.χ. (ὦ) βαθύ, (ὦ) ταχύ, (ὦ) θῆλυ, (ὦ) ἥμισυ. 5.Την αιτιατική του πληθυντικού τη σχηματίζουν όμοια με την ονομαστική π.χ. τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς. β) Δικατάληκτα σε -υς, -υ Κατά την γ΄ κλίση κλίνονται και μερικά σύνθετα δικατάληκτα επίθετα με β΄συνθετικό ουσιαστικό φωνηεντόληκτο σε –υς, που λήγουν στην ονομαστική το αρσενικό και το θηλυκό σε –υς και το ουδέτερο σε –υ και σχηματίζουν τη γενική σε -υος ή –εος. Παραδείγματα Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν.-υος) ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
  • 11. Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ εὔβοτρυς τοῦ, τῆς εὐβότρυος τῷ, τῇ εὐβότρυϊ τὸν, τὴν εὔβοτρυν (ὦ) εὔβοτρυ τὸ εὔβοτρυ τοῦ εὐβότρυος τῷ εὐβότρυϊ τὸ εὔβοτρυ (ὦ) εὔβοτρυ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ εὐβότρυ-ες τῶν εὐβοτρύ-ων τοῖς, ταῖς εὐβότρυ-σι τοὺς, τὰς εὐβότρυ-ς (ὦ) εὐβότρυ-ες τὰ εὐβότρυ-α τῶν εὐβοτρύ-ων τοῖς εὐβότρυ-σι τὰ εὐβότρυ-α (ὦ) εὐβότρυ-α Δικατάληκτα σε -υς, -υ, (γεν. –εος) ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ δίπηχυς τοῦ, τῆς διπήχεος τῷ, τῇ διπήχει τόν, τὴν δίπηχυν (ὦ) δίπηχυ τὸ δίπηχυ τοῦ διπήχεος τῶ διπήχει τὸ δίπηχυ (ὦ) δίπηχυ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ διπήχεις τῶν διπηχέων τοῖς, ταῖς διπήχεσι τούς, τὰς διπήχεις (ὦ) διπήχεις τὰ διπήχεα και διπήχη τῶν διπηχέων τοῖς διπήχεσι τὰ διπήχεα και διπήχη (ὦ) διπήχεα και διπήχη  Κατά το εὔβοτρυς (= αυτός που έχει αφθονα σταφύλια) κλίνονται: πολύιχθυς, φίλιχθυς, λεύκοφρυς, σύνοφρυς, ἄδακρυς, πολύδακρυς, φιλόδακρυς κ.α.  Κατά το δίπηχυς κλίνονται: τρίπηχυς, τετράπηχυς κτλ, διπέλεκυς, τριπέλεκυς κτλ.
  • 12. B. ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΤΗΣ Γ΄ ΚΛΙΣΗΣ Τα συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄κλίσης διακρίνονται ανάλογα με τον χαρακτήρα του θέματος σε αφωνόληκτα, ενρινόληκτα , υγρόληκτα και σιγμόληκτα. I. Αφωνόληκτα επίθετα α) Τρικατάληκτα  Τρικατάληκτα σε –ας, -ασα, -αν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ πᾶς τοῦ παντὸς τῷ παντὶ τὸν πάντα (ὦ) πᾶς ἡ πᾶσα τῆς πάσης τῇ πάσῃ τὴν πᾶσαν (ὦ) πᾶσα τὸ πᾶν τοῦ παντὸς τῷ παντὶ τὸ πᾶν (ὦ) πᾶν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ πάντες τῶν πάντων τοῖς πᾶσι τοὺς πάντας (ὦ) πάντες αἱ τὰ πᾶσαι πάντα τῶν πασῶν ταῖς πάσαις τὰς πάσας (ὦ) πᾶσαι τῶν πάντων τοῖς πᾶσι τὰ πάντα (ὦ) πάντα Όμοια με το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν κλίνονται και τα : ἅπας, ἅπασα, ἅπαν – σύμπας, σύμπασα, σύμπαν.  Τρικατάληκτα σε –εις, -εσσα, -εν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ χαρίεις τοῦ χαρίεντος τῷ χαρίεντι τὸν χαρίεντα (ὦ) χαρίεν ἡ χαρίεσσα τῆς χαριέσσης τῇ χαριέσσῃ τὴν χαρίεσσαν (ὦ) χαρίεσσα τὸ χαρίεν τοῦ χαρίεντος τῷ χαρίεντι τὸ χαρίεν (ὦ) χαρίεν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ χαρίεντες τῶν χαριέντων τοῖς χαρίεσι τοὺς χαρίεντας (ὦ) χαρίεντες αἱ χαρίεσσαι τῶν χαριεσσῶν ταῖς χαριέσσαις τὰς χαριέσσας (ὦ) χαρίεσσαι τὰ χαρίεντα τῶν χαριέντων τοῖς χαρίεσι τὰ χαρίεντα (ὦ) χαρίεντα
  • 13.  Κατά το χαρίεις, -εσσα, -εν (= γεμάτος χάρη, χαριτωμένος) κλίνονται επίθετα που σημαίνουν πλησμονή: ἀστερόεις, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις (= αυτός που έχει πολύ άνεμο ή γρήγορος όπως ο άνεμος), ἰχθυόεις, ὑλήεις (= γεμάτος δράση), φωνήεις (= αυτὀς που έχει φωνή).  Τρικατάληκτα σε –ων, -ουσα, -ον ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ ἄκων τοῦ ἄκοντος τῷ ἄκοντι τὸν ἄκοντα (ὦ) ἆκον ἡ ἄκουσα τῆς ἀκούσης τῇ ἀκούσῃ τὴν ἄκουσαν (ὦ) ἄκουσα τὸ ἆκον τοῦ ἄκοντος τῷ ἄκοντι τὸ ἆκον (ὦ) ἆκον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ ἄκοντες τῶν ἀκόντων τοῖς ἄκουσι τοὺς ἄκοντας (ὦ) ἄκοντες αἱ ἄκουσαι τῶν ἀκουσῶν ταῖς ἀκούσαις τὰς ἀκούσας (ὦ) ἄκουσαι τὰ ἄκοντα τῶν ἀκόντων τοῖς ἄκουσι τὰ ἄκοντα (ὦ) ἄκοντα  Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος) γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ. β) Δικατάληκτα επίθετα Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι τριγενή και δικατάληκτα. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδοὺς, κ.α) και κλίνονται όπως το β΄ συνθετικό τους. ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ εὔχαρις τοῦ, τῆς εὐχάριτος τῷ, τῇ εὐχάριτι τόν, τὴν εὔχαριν (ὦ) εὔχαρις τὸ εὔχαρι τοῦ εὐχάριτος τῷ εὐχάριτι τὸ εὔχαρι (ὦ) εὔχαρι
  • 14. ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ εὐχάριτες τῶν εὐχαρίτων τοῖς, ταῖς εὐχάρισι τούς, τὰς εὐχάριτας (ὦ) εὐχάριτες τὰ εὐχάριτα τῶν εὐχαρίτων τοῖς εὐχάρισι τὰ εὐχάριτα (ὦ) εὐχάριτα ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ εὔελπις τοῦ, τῆς εὐέλπιδος τῷ, τῇ εὐέλπιδι τόν, τὴν εὔελπιν (ὦ) εὔελπις τὸ εὔελπι τοῦ εὔέλπιδος τῷ εὐέλπιδι τὸ εὔελπι (ὦ) εὔελπι ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ εὐέλπιδες τῶν εὐελπίδων τοῖς, ταῖς εὐέλπισι τούς, τὰς εὐέλπιδας (ὦ) εὐέλπιδες τὰ εὐέλπιδα τῶν εὐελπίδων τοῖς εὐέλπισι τὰ εὐέλπιδα (ὦ) εὐέλπιδα ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ δίπους τοῦ, τῆς δίποδος τῷ, τῇ δίποδι τόν, τὴν δίποδα (δίπουν) (ὦ) δίπους τὸ δίπουν τοῦ δίποδος τῷ δίποδι τὸ δίπουν (ὦ) δίπου ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ δίποδες τῶν διπόδων τοῖς, ταῖς δίποσι τούς, τὰς δίποδας (ὦ) δίποδες τὰ δίποδα τῶν διπόδων τοῖς δίποσι τὰ δίποδα (ὦ) δίποδα
  • 15. ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ μονόδους τοῦ, τῆς μονόδοντος τῷ, τῇ μονόδοντι τόν, τὴν μονόδοντα (ὦ) μονόδους τὸ μονόδουν τοῦ μονόδοντος τῷ μονόδοντι τὸ μονόδουν (ὦ) μονόδουν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ μονόδοντες τῶν μονοδόντων τοῖς, ταῖς μονόδουσι τούς, τὰς μονόδοντας (ὦ) μονόδοντες τὰ μονόδοντα τῶν μονοδόντων τοῖς μονόδουσι τὰ μονόδοντα (ὦ) μονόδοντα  Όμοια κλίνονται και τα: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους, κτλ. γ) Μονοκατάληκτα (με δυο γένη) Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι διγενή και μονοκατάληκτα. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης: ὁ, ἡ βλὰξ ὁ, ἡ κόλαξ ὁ, ἡ ἅρπαξ ὁ, ἡ γαμψῶνυξ ὁ, ἡ λογὰς ὁ, ἡ μιγὰς ὁ, ἡ φυγὰς ὁ ἡ ἄπαις ὁ, ἡ πένης ὁ, ἡ ἡμιθνὴς ὁ,ἡ ἀγνὼς ὁ,ἡ φιλόγελως τοῦ, τῆς βλακὸς κτλ. τοῦ, τῆς κόλακος κτλ. τοῦ, τῆς ἅρπαγος κτλ. τοῦ, τῆς γαμψώνυχος κτλ. τοῦ, τῆς λογάδος κτλ. τοῦ, τῆς μιγάδος κτλ. τοῦ, τῆς φυγάδος κτλ. τοῦ, τῆς ἄπαιδος κτλ. τοῦ, τῆς πένητος κτλ. τοῦ, τῆς ἡμιθνῆτος κτλ. τοῦ, τῆς ἀγνῶτος κτλ. (= άγνωστος ή αυτός που αγνοεί), τοῦ, τῆς φιλογέλωτος κτλ. (αλλά και κατά την αττική β΄κλίση: ὁ, ἡ φιλόγελως, γεν. φιλόγελω, δοτ. φιλόγελω κτλ.) ΙΙ. Ενρινόληκτα - Υγρόληκτα επίθετα α) Ενρινόληκτα Τρικατάληκτα
  • 16. ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ μέλας τοῦ μέλανος τῷ μέλανι τὸν μέλανα (ὦ) μέλαν ἡ μέλαινα τῆς μελαίνης τῇ μελαίνῃ τὴν μέλαιναν (ὦ) μέλαινα τὸ μέλαν τοῦ μέλανος τῷ μέλανι τὸ μέλαν (ὦ) μέλαν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ μέλανες τῶν μελάνων τοῖς μέλασι τοὺς μέλανας (ὦ) μέλανες αἱ μέλαιναι τῶν μελαινῶν ταῖς μελαίναις τὰς μελαίνας (ὦ) μέλαιναι τὰ μέλανα τῶν μελάνων τοῖς μέλασι τὰ μέλανα (ὦ) μέλανα Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, το τάλαν ( γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.). β) Ενρινόληκτα δικατάληκτα  σε –ων, –ον, (γεν. –ονος) ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ εὐδαίμων τοῦ, τῆς εὐδαίμονος τῷ, τῇ εὐδαίμονι τόν, τὴν εὐδαίμονα (ὦ) εὔδαιμον τὸ εὔδαιμον τοῦ εὐδαίμονος τῷ εὐδαίμονι τὸ εὔδαιμον (ὦ) εὔδαιμον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ εὐδαίμονες τῶν εὐδαιμόνων τοῖς, ταῖς εὐδαίμοσι τούς, τὰς εὐδαίμονας (ὦ) εὐδαίμονες τὰ εὐδαίμονα τῶν εὐδαιμόνων τοῖς εὐδαίμοσι τὰ εὐδαίμονα (ὦ) εὐδαίμονα ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. ὁ, ἡ σώφρων τοῦ, τῆς σώφρονος τῷ, τῇ σώφρονι τόν, τὴν σώφρονα τὸ σῶφρον τοῦ σώφρονος τῷ σώφρονι τὸ σῶφρον
  • 17. Κλητ. (ὦ) σῶφρον (ὦ) σῶφρον ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ σώφρονες τῶν σωφρόνων τοῖς, ταῖς σώφροσι τούς, τὰς σώφρονας (ὦ) σώφρονες τὰ σώφρονα τῶν σωφρόνων τοῖς σώφροσι τὰ σώφρονα (ὦ) σώφρονα Όμοια κλίνονται τα επίθετα: ὁ, ἡ κακοδαίμων ὁ, ἡ ἀγνώμων ὁ, ἡ εὐσχήμων ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων ὁ, ἡ ἐλεήμων ὁ, ἡ μνήμων ὁ, ἡ ἄφρων ὁ, ἡ μεγαλόφρων τὸ κακόδαιμον τὸ ἄγνωμον τὸ εὔσχημον τὸ μεγαλόπραγμον τὸ ἐλεῆμον τὸ μνῆμον τὸ ἄφρον τὸ μεγαλόφρον κ.α.  σε –ην, -εν, (γεν.-ενος) ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἄρρην τοῦ, τῆς ἄρρενος τῷ, τῇ ἄρρενι τόν, τὴν ἄρρενα (ὦ) ἂρρεν τὸ ἄρρεν τοῦ ἄρρενος τῷ ἄρρενι τὸ ἄρρεν (ὦ) ἄρρεν ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ ἄρρενες τῶν ἀρρένων τοῖς, ταῖς ἄρρεσι τούς, τὰς ἄρρενας (ὦ) ἄρρενες τὰ ἄρρενα τῶν ἀρρένων τοῖς ἄρρεσι τὰ ἄρρενα (ὦ) ἄρρενα ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1.Τα σύνθετα σε –ων, -ον, (γεν. –ονος) στη κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν το τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: π.χ. ὁ, ἡ εὐδαίμων, (ὦ) εὔδαιμον - τὸ εὔδαιμον,
  • 18. ὁ, ἡ εὐγνώμων, (ὦ) εὔγνωμον - τὸ εὔγνωμον, ὁ, ἡ μεγαλοπράγμων, (ὦ) μεγαλόπραγμον - τὸ μεγαλόπραγμον. αλλά: μεγαλόφρων, (ὦ) μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον. 2.Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἐλεῆμον, (ὦ) ἄρρεν. γ) Υγρόληκτα Δικατάληκτα  σε –ωρ, -ορ (γεν. –ορος): ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἀπάτωρ τοῦ, τῆς ἀπάτορος τῷ, τῇ ἀπάτορι τόν, τὴν ἀπάτορα (ὦ) ἀπάτορ τὸ ἀπάτορ τοῦ ἀπάτορος τῷ ἀπάτορι τὸ ἀπάτορ (ὦ) ἀπάτορ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ ἀπάτορες τῶν ἀπατόρων τοῖς, ταῖς ἀπάτορσι τούς, τὰς ἀπάτορας (ὦ) ἀπάτορες τὰ ἀπάτορα τῶν ἀπατόρων τοῖς ἀπάτορσι τὰ ἀπάτορα (ὦ) ἀπάτορα Όμοια κλίνεται το επίθετο: ὁ, ἡ ἀμήτωρ, τὸ ἀμῆτορ. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Τα δικατάληκτα υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης έχουν τη κλητική του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: (ὦ) ἀπάτορ. δ) Ενρινόληκτα και υγρόληκτα μονοκατάληκτα Μερικά ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά είναι απλά ή σύνθετα με β΄ συνθετικό τριτόκλιτο ενρινόληκτο ή υγρόληκτο και κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης.
  • 19. ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ μάκαρ τοῦ, τῆς μάκαρος τῷ, τῇ μάκαρι τόν, τὴν μάκαρα (ὦ) μάκαρ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ μάκαρες τῶν μακάρων τοῖς, ταῖς μάκαρσι τούς, τὰς μάκαρας (ὦ) μάκαρες Όμοια κλίνονται: ὁ, ἡ ἄχειρ, γεν. ἄχειρος, δοτ. ἄχειρι, αιτ. ἄχειρα κτλ, ὁ, ἡ μακρόχειρ, γεν. μακρόχειρος, δοτ. μακρόχειρι, αιτ. μακρόχειρα κτλ, ὁ, ἡ ὑψαύχην, γεν. ὑψαύχενος, δοτ. ὑψαύχενι, αιτ. ὑψαύχενα κτλ. III. Σιγμόληκτα δικατάληκτα Τα σιγμόληκτα δικατάληκτα επίθετα λήγουν στην ονομαστική του ενικού στο αρσενικό και το θηλυκό γένος σε -ης και στο ουδέτερο γένος σε -ες και διακρίνονται σε οξύτονα και βαρύτονα. α) Οξύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ ἀληθὴς τοῦ, τῆς ἀληθοῦς τῷ, τῇ ἀληθεῖ τόν, τὴν ἀληθῆ (ὦ) ἀληθὲς τὸ ἀληθὲς τοῦ ἀληθοῦς τῷ ἀληθεῖ τὸ ἀληθὲς (ὦ) ἀληθὲς ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ ἀληθεῖς τῶν ἀληθῶν τοῖς, ταῖς ἀληθέσι τούς, τὰς ἀληθεῖς (ὦ) ἀληθεῖς τὰ ἀληθῆ τῶν ἀληθῶν τοῖς ἀληθέσι τὰ ἀληθῆ (ὦ) ἀληθῆ  Κατά το ἀληθής κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδὴς, κ.ά.
  • 20. β) Βαρύτονα σιγμόληκτα δικατάληκτα σε -ης, -ης, -ες ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ πλήρης τοῦ, τῆς πλήρους τῷ, τῇ πλήρει τόν, τὴν πλήρη (ὦ) πλῆρες τὸ πλῆρες τοῦ πλήρους τῷ πλήρει τὸ πλῆρες (ὦ) πλῆρες ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ πλήρεις τῶν πλήρων τοῖς, ταῖς πλήρεσι τούς, τὰς πλήρεις (ὦ) πλήρεις τὰ πλήρη τῶν πλήρων τοῖς πλήρεσι τὰ πλήρη (ὦ) πλήρη  Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: i. σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες, ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες, ii. σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες, ὁ, ἡ εὐώδης, τὸ εὐῶδες, iii. σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς, χαμένο), ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένο, άξιο να χαθεί πριν από την ώρα του), ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένο και με ενεργητική σημασία: αυτό που καταστρέφει τα πάντα) κ.α. ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. ὁ, ἡ συνήθης τοῦ, τῆς συνήθους τῷ, τῇ συνήθει τόν, τὴν συνήθη (ὦ) σύνηθες τὸ σύνηθες τοῦ συνήθους τῷ συνήθει τὸ σύνηθες (ὦ) σύνηθες ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. οἱ, αἱ συνήθεις τῶν συνήθων τοῖς, ταῖς συνήθεσι τούς, τὰς συνήθεις (ὦ) συνήθεις τὰ συνήθη τῶν συνήθων τοῖς συνήθεσι τὰ συνήθη (ὦ) συνήθη  Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα:
  • 21. i. σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος), ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά., ii. σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τὸ εὐμέγεθες, ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά., iii. σε -άντης: ὁ, ἡ ἀνάντης, τὸ ἄναντες (= ανηφορικός ), ὁ, ἡ κατάντης, τὸ κάταντες (= κατηφορικός), ὁ, ἡ προσάντης, τὸ πρόσαντες (= ανηφορικός, απόκρημνος) κ.ά., iv. Επίσης τα επίθετα: ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες, ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: 1.Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε -εσ-. Στα επίθετα αυτά: α) η ονομαστική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φωνήεν -ε- που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε -η-. Όλες οι άλλες πτώσεις και των τριων γενών σχηματίζονται από το θέμα -εσ-, αλλά ο χαρακτήρας -σ- ανάμεσα στα δυο φωνήεντα αποβάλλεται, και έτσι τα δυο αυτά φωνήεντα συναιρούνται. β) η κλητική του ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους, καθώς και η ονομαστική, η αιτιατική και η κλητική του ενικού του ουδετέρου γένους είναι ίδιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη) π.χ. (ὦ) ἀληθές, τὸ ἀληθές, τὸ ἀληθές, (ὦ) ἀληθές 2.Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες: α) αν είναι υπερδισύλλαβα ανεβάζουν τον τόνο στην κλητική του ενικού αριθμού του αρσενικού και του θηλυκού γένους και στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική του ενικού αριθμού του ουδετέρου γένους: π.χ. ὁ, ἡ συνήθης, (ὦ) σύνηθες - τὸ σύνηθες, ὁ, ἡ αὐθάδης, (ὦ) αὔθαδες - τὸ αὔθαδες Εξαίρεση αποτελούν όσα λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης και κλίνονται κανονικά: π.χ. ὁ, ἡ εὐώδης, (ὦ) εὐῶδες, τὸ εὐῶδες, ὁ, ἡ ἐξώλης, (ὦ) ἐξῶλες, τὸ ἐξῶλες, ὁ, ἡ ποδήρης, (ὦ) ποδῆρες, τὸ ποδῆρες β) στη γενική του πληθυντικού τονίζονται στην παραλήγουσα αντίθετα με τον κανόνα από αναλογία προς τη γενική του ενικού: π.χ. τῶν συνήθων (όπως τοῦ συνήθους), τῶν πλήρων (όπως τοῦ πλήρους ), τῶν εὐώδων (όπως τοῦ εὐώδους)
  • 22. ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ Τα επίθετα σχηματίζουν τους λεγόμενους βαθμούς των επιθέτων. Οι βαθμοί των επιθέτων είναι τρεις: Α) θετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει απλώς την ιδιότητα ή την ποιότητα του προσδιοριζόμενου όρου, χωρίς σύγκριση προς κάποιο άλλο, π.χ. ὁ δίκαιος ἀνήρ. Β) συγκριτικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο συγκριτικά προς έναν άλλο όρο ή και ένα σύνολο, π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότερος ἐκείνου - χρυσὸς κρείσσων πολλῶν χρημάτων. Γ) υπερθετικός βαθμός, κατά τον οποίο το επίθετο φανερώνει ότι ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα σε βαθμό ανώτερο από όλα τα άλλα και διακρίνεται σε: α) σχετικό υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικά προς όλα τα άλλα του ίδιου είδους μαζί), π.χ. Ἀριστείδης ἦν δικαιότατος πάντων τῶν Ἀθηναίων. β) απόλυτο υπερθετικό, (ο προσδιοριζόμενος όρος έχει μια ιδιότητα ή ποιότητα στον ανώτατο βαθμό, χωρίς να γίνεται σύγκριση προς άλλα), π.χ. οὖτός ἐστι δικαιότατος. Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός ενός επιθέτου ονομάζονται παραθετικά του επιθέτου.
  • 23. ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ Τα παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται είτε μονολεκτικά, είτε περιφραστικά. Α. ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων σχηματίζονται κανονικά προσθέτοντας στο θέμα του θετικού βαθμού του αρσενικού γένους τις παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες είναι: για το συγκριτικό βαθμό: -τερος, -τέρα, -τερον για τον υπερθετικό βαθμό: -τατος, -τάτη, -τατον Σχηματίζουν με τις παραπάνω καταλήξεις τα παραθετικά τους τα παρακάτω επίθε τα: α) δευτερόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα, π.χ. πτωχός-ή-όν, -πτωχό-τερος, πτωχο-τέρα, πτωχό-τερον- πτωχό-τατος, πτωχο-τάτη, πτωχό-τατον β) τριτόκλιτα, τριγενή και τρικατάληκτα ή δικατάληκτα, π.χ. βαρὺς-εῖα-ύ -βαρὺ-τερος, βαρυ-τέρα, βαρύ-τερον-βαρύ-τατος, βαρυ-τάτη, βαρύ-τατον ἀληθὴς-ὴς-ὲς -ἀληθέσ-τερος, ἀληθεσ-τέρα, ἀληθέσ-τερον-ἀληθέσ-τατος, ἀληθεσ-τάτη, ἀληθέσ- τατον μέλας-αινα-αν -μελάν-τερος, μελαν-τέρα, μελάν-τερον-μελάν-τατος, μελαν-τάτη, μελάν-τατον χαρίεις-εσσα-εν -χαριέσ-τερος, χαριεσ-τέρα, χαριέσ-τερον-χαριέσ-τατος, χαριεσ-τάτη, χαριέσ-τατον Παρατήρηση: Τα δευτερόκλιτα επίθετα σχηματίζουν παραθετικά με χαρακτήρα -ο- ή –ω- ως εξής: ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ότερος / -ότατος ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ σε -ώτερος / -ώτατος 1. αν προηγείται συλλαβή φύσει μακρόχρονη, δηλαδή μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος:η, ω,ου, ει, αι π.χ. ξηρός, ξηρό-τερος, ξηρό-τατος γενναῖος, γενναιό-τερος, γενναιό-τατος 1. αν προηγείται συλλαβή βραχύχρονη: π.χ. νέος, νεώ-τερος, νεώ-τατος σοφός, σοφώ-τερος, σοφώ-τατος 2. αν προηγείται συλλαβή θέσει μακρόχρονη, δηλαδή βραχύχρονο φωνήεν και ακολουθούν 2. όσα λήγουν σε: -ιος, -ιμος, -ικος, ινος
  • 24. δυο ή περισσότερα σύμφωνα ή ένα διπλό -ξ, -ψ π.χ. θερμός, θερμό-τερος, θερμό-τατος ἔνδοξος, ἐνδοξό-τερος, ἐνδοξό-τατος π.χ. δόκιμος 3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις: θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, κίνδυνος, ψυχή π.χ. ἔγκυρος 3. όσα λήγουν σε: -ακος, -αλος, -αμος, -ανος, -αρος, -ατος, ΠΡΟΣΟΧΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός 4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾱος, λιτός, φλύαρος 4. όσα λήγουν σε: -υρος, - χος, π.χ. ἥσυχος Β. ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ Μερικά παραθετικά επιθέτων διαμορφώνονται αναλογικά πρός τα παραθετικά άλλων επιθέτων και λήγουν όπως αυτά: (ἐλαφρὸς -ἐλαφρύτερος κατά το βαρύτερος, χοντρὸς -χοντρύτερος κατά το παχύτερος, αντί για τα κανονικά ἐλαφρότερος, χοντρότερος). Έτσι διαμορφώνονται οι ακόλουθες αναλογικές παραθετικές καταλήξεις: α) -έστερος, -έστατος Τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. –ονος): σώφρων, -ων, -ον σωφρον-έσ-τερος, σωφρον-εσ-τέρα, σωφρον-έσ-τερον σωφρον-έσ-τατος, σωφρον-εσ-τάτη, σωφρον-έσ-τατον εὐδαίμων, -ων, -ον εὐδαιμον-έσ-τερος, εὐδαιμον-εσ-τέρα, εὐδαιμον-έσ-τερον εὐδαιμον-έσ-τατος, εὐδαιμον-εσ-τάτη, εὐδαιμον-έσ-τατον καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) καὶ πένης σχηματίζουν τα παραθετικά τους κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) ἄκρατος, -ος, -ον ἀκρατ-έσ-τερος, ἀκρατ-εσ-τέρα, ἀκρατ-έσ-τερον ἀκρατ-έσ-τατος (και ἀκρατό-τατος), ἀκρατ-εσ-τάτη (και ἀκρατο-τάτη), ἀκρατ-έσ-τατον (και ἀκρατό-τατον)
  • 25. ἄσμενος,-ος, -ον ἀσμεν-έσ-τερος (και ἀσμενώτερος), ἀσμεν-εσ-τέρα (και ἀσμενω-τέρα), ἀσμεν-έσ-τερον (και ἀσμενώ-τερον) ἀσμεν-έσ-τατος (και ἀσμενώ-τατος), ἀσμεν-εσ-τάτη (και ἀσμενω-τάτη), ἀσμεν-έσ-τατον (και ἀσμενώ-τατον) ἐρρωμένος,-η,-ον ἐρρωμεν-έσ-τερος, ἐρρωμεν-εσ-τέρα, ἐρρωμεν-έσ-τερον ἐρρωμεν-έσ-τατος, ἐρρωμεν-εσ-τάτη, ἐρρωμεν-έσ-τατον πένης πεν-έσ-τερος, πεν-εσ-τέρα, πεν-έσ-τερον πεν-έσ-τατος, πεν-εσ-τάτη, πεν-έσ-τατον β) –ούστερος, -ούστατος Το επίθετο ἁπλοῦς και τα συνηρημένα επίθετα της β΄ κλίσης με β΄ συνθετικό το όνομα νοῦς σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ούστερος, -ούστατος (κατά τά παραθετικά σε -έστερος, -έστατος με συναίρεση): ἁπλοῦς, -ῆ,-οῦν ἁπλ-ούστερος, ἁπλ-ουστέρα, ἁπλ-ούστερον ἁπλ-ούστατος, ἁπλ-ουστάτη, ἁπλ-ούστατον εὔνους, -η,-ουν εὐν-ούστερος, εὐν-ουστέρα, εὐν-ούστερον εὐν-ούστατος, εὐν-ουστάτη, εὐν-ούστατον γ) -ίστερος, -ίστατος Τα μονοκατάληκτα επίθετα ἅρπαξ, βλάξ, λάλος (= φλύαρος), κλέπτης, πλεονέκτης σχηματίζουν τα παραθετικά τους σε -ίστερος, -ίστατος (κατὰ τὰ παραθετικά του ἄχαρις: ἀχαρίστερος, ἀχαρίστατος) ἅρπαξ ἁρπαγ-ίσ-τερος, ἁρπαγ-ισ-τέρα, ἁρπαγ-ίσ-τερον ἁρπαγ-ίσ-τατος, ἁρπαγ-ισ-τάτη, ἁρπαγ-ίσ-τατον βλὰξ βλακ-ίσ-τερος, βλακ-ίσ-τατος,
  • 26. βλακ-ισ-τέρα, βλακ-ίσ-τερον βλακ-ισ-τάτη, βλακ-ίσ-τατον λάλος λαλ-ίσ-τερος, λαλ-ισ-τέρα, λαλ-ίσ-τερον λαλ-ίσ-τατος, λαλ-ισ-τάτη, λαλ-ίσ-τατον κλέπτης κλεπτ-ίσ-τερος, κλεπτ-ισ-τέρα, κλεπτ-ίσ-τερον κλεπτ-ίσ-τατος, κλεπτ-ισ-τάτη, κλεπτ-ίσ-τατον πλεονέκτης πλεονεκτ-ίσ-τερος, πλεονεκτ-ισ-τέρα, πλεονεκτ-ίσ-τερον πλεονεκτ-ίσ-τατος, πλεονεκτ-ισ-τάτη, πλεονεκτ-ίσ-τατον δ) –αίτερος, -αίτατος Το επίθετο παλαιὸς σχηματίζει τα παραθετικά του με θέμα το επίρρημα πάλαι σε -αίτερος, -αίτατος: παλαιός, -η, -ον παλαί-τερος, παλαι-τέρα, παλαί-τερον παλαί-τατος, παλαι-τάτη, παλαί-τατον Ανάλογα προς αυτό σχηματίστηκαν τα παραθετικά: γεραιός, -α, -ον (= γέροντας, σεβαστός) γεραί-τερος, γεραι-τέρα, γεραί-τερον γεραί-τατος, γεραι-τάτη, γεραί-τατον σχολαῖος, ᾱ, -ον (= αργός, αργοκίνητος) σχολαί-τερος, σχολαι-τέρα, σχολαί-τερον σχολαί-τατος, σχολαι-τάτη, σχολαί-τατον Με την κατάληξη -αίτερος, -αίτατος, σχηματίζουν τα παραθετικά τους ορισμένα επίθετα σε -ος: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός ἴσος-η-ον ἰσ-αί-τερος, -α, -ον ἰσ-αί-τατος ὄψιος (= όψιμος)-η-ον ὀψι-αί-τερος, -α, -ον ὀψι-αί-τατος
  • 27. πλησίος-α-ον πλησι-αί-τερος, -α, -ον πλησι-αί-τατος, -η, -ον πρῷος (από το πρώιος = πρωινός) πρῳ-αί-τερος, -α, -ον πρῳ-αί-τατος, -η, -ον εὔδιος-α-ον εὐδι-αίτερος, -α, -ον (και εὐδιέσ-τερος, -α, -ον) εὐδι-αί-τατος , -η, -ον (και εὐδιέσ-τατος, -η, -ον) ἥσυχος –η-ον ἡσυχ-αί-τερος ,-α, -ον (και ἡσυχώ-τερος, -α, -ον) ἡσυχ-αί-τατος , -η, -ον (και ἡσυχώ-τατος, -η, -ον) ἴδιος-α-ον ἰδι-αί-τερος, -α, -ον (και ἰδιώ-τερος, -α, -ον) ἰδι-αί-τατος, -η, -ον (και ἰδιώ-τατος, -η, -ον) φίλος -η-ον φιλ-αί-τερος, -α, -ον ἤ φίλ-τερος, -α, -ον (και φιλ-ίων, -ιων, -ιον) φιλ-αίτατος , -η, -ον φίλ-τατος, -η, -ον ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ Τα παραθετικά ορισμένων ορισμένων επιθέτων σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, γι’ αυτό λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός αἰσχρός, -α, -ον ὁ,ἡ αἰσχίων, τὸ αἴσχιον αἰσχιστος, -η, -ον ἐχθρός, -α, -ον ὁ,ἡ ἐχθίων, τὸ ἔχθιον (καὶ ὀμαλά: ἐχθρότερος, -α, -ον) ἔχθιστος, -η, -ον (καὶ ὀμαλά: ἐχθρότατος, -η, -ον) ἡδύς, -εῖα, -ὺ ὁ, ἡ ἡδίων, τὸ ἥδιον ἥδιστος, -η, -ον καλός, -η, -ον ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον κάλλιστος, -η, -ον μέγας - μεγάλη - μέγαν ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον μέγιστος, -η, -ον ῥᾴδιος, -α, -ον ὁ, ἡ ῥᾴων, τὸ ῥᾷον ῥᾷστος, -η, -ον
  • 28. ταχύς, -εῖα, -ὺ ὁ, ἡ θάττων, τὸ θᾶττον τάχιστος, -η, -ον ἀγαθός, -η, -ον ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον ὁ, ἡ λῴων, τὸ λῷον ἄριστος, -η, -ον βέλτιστος, -η, -ον κράτιστος, -η, -ον λῷστος, -η, -ον κακός, -η, -ον ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον κάκιστος, -η, -ον χείριστος, -η, -ον μακρός, -α, -ον μακρότερος, -α, -ον μακρότατος, -η, -ον μήκιστος, -η, -ον μικρός, -α, -ον μικρότερος, -α, -ον ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον ὁ, ἡ ἥττων, τὸ ἧττον μικρότατος, -η, -ον ἐλάχιστος, -η, -ον ἐπιρρ. ἥκιστα ὀλίγος, -η, -ον ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον ὀλίγιστος, -η, -ον πολύς - πολλή - πολύ ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον πλεῖστος, -η, -ον ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΤΩΝ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ Ο συγκριτικός βαθμός των ανωμάλων παραθετικών κλίνεται κατά τα δικατάληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης με τρία γένη και κλίνονται κατά το ακόλουθο παράδειγμα: π.χ. ὁ,ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός ὁ, ἡ βελτίων τὸ βέλτιον οἱ, αἱ βελτίον-ες ή βελτίους τὰ βελτίον-α ή βελτίω τοῦ,τῆς βελτίον-ος τοῦ βελτίον-ος τῶν βελτιόν-ων τῶν βελτιόνων τῷ, τῇ βελτίον-ι τῷ βελτίον-ι τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν) τοῖς βελτίοσι(ν) τόν, τὴν βελτίον-α ή βελτίω τὸ βέλτιον τούς, τὰς βελτίονας ή βελτίους τὰ βελτίον-α ή βελτίω
  • 29. ὦ βέλτιον ὦ βέλτιον (ὦ) βελτίον-ες ή βελτίους (ὦ) βελτίον-α ή βελτίω ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ Τα περιφραστικά παραθετικά σχηματίζονται στην αρχαία ελληνική, στο συγκριτικό βαθμό με το επίρρημα μᾶλλονκαι στον υπερθετικό βαθμό με το επίρρημα μάλιστα εμπρός από το θετικό: π.χ. ἐπιμελής, μᾶλλον ἐπιμελής, μάλιστα ἐπιμελής. Όλα τα επίθετα που σχηματίζουν μονολεκτικά παραθετικά μπορούν να σχηματίσουν παράλληλα και περιφραστικά παραθετικά. Παρατηρήσεις στα περιφραστικά παραθετικά: Σχηματίζουν τα παραθετικά τους μόνο περιφραστικά οι μετοχές και μερικά μονοκατάληκτα επίθετα που χρησιμοποιούνται και ως ουσιαστικά.  μετοχές: δυνάμενος – μᾶλλον δυνάμενος – μάλιστα δυνάμενος συμφέρων – μᾶλλον συμφέρων – μάλιστα συμφέρων ὠφελῶν – μᾶλλον ὠφελῶν – μάλιστα ὠφελῶν.  μονοκατάληκτα ἐπίθετα: εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων΄ ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς. Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά. ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ Μερικά επίθετα δεν έχουν θετικό βαθμό ή και έναν από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά. Τα περισσότερα ελλειπτικά παραθετικά παράγονται από επιρρήματα, προθέσεις ή μετοχές: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός (ἄνω) ἀνώ-τερος ἀνώ-τατος (κάτω) κατώ-τερος κατώ-τατος
  • 30. (πρὸ) πρό-τερος πρῶτος (πρό-ατος) (ὑπὲρ) ὑπέρ-τερος ὑπέρ-τατος ἐπικρατῶν ἐπικρατ-έστερος - προτιμώμενος προτιμό-τερος - Παρατήρηση στα παραθετικά των επιθέτων: Μερικά επίθετα δεν σχηματίζουν παραθετικά, γιατί φανερώνουν ιδιότητα, ποιότητα ή κατάσταση που δεν παρουσιάζει βαθμούς. Τέτοια επίθετα είναι όσα φανερώνουν: α) ύλη: π.χ. λίθινος, ἀργυροῦς, γήινος β) τοπική ή χρονική σχέση: π.χ. χερσαῖος, θαλάσσιος, θερινός, ἡμερήσιος γ) μέτρο: π.χ. σταδιαῖος, πηχυαῖος δ) καταγωγή ή συγγένεια: π.χ. πατρῷος, μητρικός ε) μόνιμη κατάσταση: π.χ. θνητός, νεκρός στ) μερικά σύνθετα με α΄ συνθετικό το στερητικό ἀ-: π.χ. ἀθάνατος, ἄυλος, ἄυπνος, ἄψυχος κ.ά. ζ) μερικά συνθετικά με α΄ συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθεση ὑπέρ: π.χ. πάνσοφος, πάντιμος, πάγκαλος , ὑπερμεγέθης, ὑπέρλαμπρος ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι΄ αυτό σχηματίζουν παραθετικά. Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική: α) επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα. Τα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατική του ουδετέρου του συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικὀ έχουν τύπο όμοιο με την πληθυντική αιτιατική του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου: (δίκαιος), δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα (σοφός), σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα (ἀληθής), ἀληθῶς, ἀληθέστερον, ἀληθέστατα
  • 31. (σώφρων), σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα (ἡδύς), ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα (καλός), καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ά. β) Τα επιρρήματα εὖ (ἀντίστοιχο τοῦ ἐπιθέτου ἀγαθός), ὀλίγον καὶ πολύ: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός εὖ ἄμεινον βέλτιον κρεῖττον ἄριστα βέλτιστα κράτιστα ὀλίγον μεῖον ἔλαττον ἧττον ὀλίγιστα ἐλάχιστα ἥκιστα πολὺ πλέον πλεῖστα ή πλεῖστον γ) Το επίρρημα μάλα (= πολύ), ποὺ οἱ τρεὶς βαθμοί του εἶναι: θετ. μάλα, συγκρ. μᾶλλον, ὑπερθ. μάλιστα δ) Μερικὰ τοπικά επιρρήματα που παίρνουν παραθετικές καταλήξεις –τέρω, -τάτω: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός ἄνω ἀνωτέρω ἀνωτάτω ἄπωθεν (= μακριά) ἀπωτέρω ἀπωτάτω ἐγγὺς (= κοντά) ἐγγυτέρω ἐγγύτερον ἔγγιον ἐγγυτάτω ἐγγύτατα ἔγγιστα ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω ἔσω (καὶ εἴσω) ἐσωτέρω ἐσωτάτω κάτω κατωτέρω κατωτάτω πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω
  • 32. πέρα περαιτέρω - ε) Μερικά χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις –(αί)τερον, -(αί)τατα: Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός πάλαι παλαίτερον παλαίτατα πρωί πρωιαίτερον πρῳαίτερον πρωιαίτατα πρῳαίτατα ὀψέ (= ἀργά) ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα Παρατήρηση στα παραθετικά των επιρρημάτων: Και τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων, εκφέρονται κάποτε περιφραστικά με ταμᾶλλον, μάλιστα και το θετικό. π.χ. σοφῶς, μᾶλλον σοφῶς, μάλιστα σοφῶς ἡδέως, μᾶλλον ἡδέως, μάλιστα ἡδέως
  • 33. ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Αριθμητικά λέγονται οι λέξεις που φανερώνουν αριθμούς ή παράγονται από ονόματα αριθμών. Τα αριθμητικά είναι: επίθετα, ουσιαστικά, επιρρήματα. Τα αριθμητικά ουσιαστικά σημαίνουν αφηρημένη αριθμητική ποσότητα, είναι όλα θηλυκά και λήγουν σε -άς. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων π.χ. δυ-άς, τρι-ὰς κ.λπ. και κλίνονται όπως τα θηλυκά οδοντικόληκτα της γ’ κλίσης σε –άς, γεν. – άδος. Τα αριθμητικά επιρρήματα φανερώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων αριθμητικών επιθέτων και λήγουν σε –άκις ή –κις π.χ. πεντάκις, δεκάκις κ.λπ. Σχηματίζονται ιδιόμορφα τα: ἅπαξ (= για μια μόνο φορά), δὶς (= για δύο φορές), τρὶς (= για τρεις φορές) και ἐνάκις(= για εννέα φορές). Τα αριθμητικά επίθετα διακρίνονται σε απόλυτα, τακτικά, χρονικά, πολλαπλασιαστικά και αναλογικά. Α. Απόλυτα αριθμητικά Τα απόλυτα αριθμητικά δηλώνουν απλώς ένα ορισμένο πλήθος όντων: εἷς (ὁπλίτης), μία (ναῦς), ἕν (ὅπλον). Τα εἷς - μία - ἕν, τρεῖς - τρία, τέτταρες - τέτταρα, κλίνονται ως εξής: α. εἷς - μία - ἓν Ενικός αριθμός αρσενικό Θηλυκό ουδέτερο Ονομαστική εἷς Μία ἓν Γενική ἑνὸς μιᾶς ἑνὸς Δοτική ἑνὶ μιᾷ ἑνὶ Αιτιατική ἕνα Μίαν ἓν β. τρεῖς - τρία
  • 34. Πληθυντικός αριθμός αρσενικό και θηλυκό ουδέτερο Ονομαστική τρεῖς Τρία Γενική τριῶν τριῶν Δοτική τρισὶ(ν) τρισὶ(ν) Αιτιατική τρεῖς Τρία γ. τέτταρες - τέτταρα Πληθυντικός αριθμός αρσενικό και θηλυκό ουδέτερο Ονομαστική Τέτταρες Τέτταρα Γενική Τεττάρων τεττάρων Δοτική τέτταρσι(ν) τέτταρσι(ν) Αιτιατική τέτταρας Τέτταρα Παρατηρήσεις:  Τα αριθμητικά από το πέντε μέχρι και το εκατό είναι άκλιτα (π.χ. τῶν τριάκοντα τυράννων κ.λπ.).  Από το διακόσιοι, -αι, -α και εξής κλίνονται μόνο στον πληθυντικό αριθμό όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα. Τα απόλυτα αριθμητικά από το διακόσιοι, -αι, -α και πέρα είναι δυνατό να βρεθούν και στον ενικό αριθμό όταν προσ διορίζουν περιληπτικά ουσιαστικά: π.χ. τὴν παρὰ Περδίκκου διακοσίαν ἵππον ἐν Ὀλύνθῳ μένειν. Β. Τακτικά αριθμητικά
  • 35. Τα τακτικά αριθμητικά φανερώνουν την τάξη, τη θέση που κατέχει κάτι σε σχέση με μια σειρά από όμοιά του: π.χ. πρῶτος (μήν), δευτέρα (ἡμέρα) κ.λπ. Σχηματίζονται από τα απόλυτα αριθμητικά.  Από το 1 έως και το 12 είναι μονολεκτικά με την κατάληξη -τος, -τη, -τον (π.χ. πρῶτος, -τη, -τον) και περιφραστικά από το 13 έως και το 19 (π.χ. τρίτος και δέκατος κ.λπ.). Εξαιρούνται τα: δεύτερος, -τέρα, -τερον, ἕβδομος, -μη, -μον και ὅγδοος, -όη, -οον.  Από το 20 και πέρα σχηματίζονται με την κατάληξη -στός, -στή, -στόν: π.χ. εἰκοστός, -στή, -στὸν κ.λπ.  Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε ος, -η, -ον. Γ. Χρονικά Τα χρονικά αριθμητικά (που δεν τα έχει η νέα ελληνική) φανερώνουν ποια ημέρα συμβαίνει μια πράξη, από τότε που άρχισε. Αυτά σχηματίζονται από το θέμα των τακτικών και λήγουν σε –αῖος: π.χ. (δεύτερος) δευτεραῖος ἀφίκετο (= έφτασε τη δεύτερη μέρα αφότου ξεκίνησε). Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον. Δ. Πολλαπλασιαστικά Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά δηλώνουν από πόσα μέρη αποτελείται κάτι. Σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων με την προσθήκη της κατάληξης -πλοῦς. π.χ. (τρί-α) τριπλοῦς, (δέκα) δεκαπλοῦς. Τα πολλαπλασιαστικά αριθμητικά κλίνονται όπως τα συνηρημένα τρικατάληκτα επίθετα της βʹ κλίσης σε - οῦς, -ῆ, -οῦν. π.χ. (ἁπλόος) ἁπλοῦς, (ἁπλόη) ἁπλῆ , (ἁπλόον) ἁπλοῦν,
  • 36. (διπλόος) διπλοῦς, (διπλόη) διπλῆ, (διπλόον) διπλοῦν κτλ. Ε. Αναλογικά Τα αναλογικά αριθμητικά δηλώνουν πόσες φορές είναι μεγαλύτερο ένα ποσό από ένα άλλο του ίδιου είδους. Τα περισσότερα σχηματίζονται από το θέμα των απόλυτων και λήγουν σε -πλάσιος. π.χ. (δι-ο) διπλάσιος. Κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -α, -ον. ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ Απόλυτα τακτικά Πολλαπλα- σιαστικά Αναλογικά χρονικά Ουσια- στικά Επιρρήμα -τα 1 εἷς, μία, ἓν πρῶτος, πρώτη, πρῶτον ἁπλοῦς - - μονὰς ἅπαξ 2 δύο δεύτερος, - έρα, -ερον διπλοῦς Διπλάσιος δευτεραῖος δυὰς δὶς 3 τρεῖς, τρία τρίτος, -η, -ον τριπλοῦς Τριπλάσιος τριταῖος τριὰς τρὶς 4 τέσσαρες, τέσσαρα τέταρτος, - άρτη, -αρτον τετραπλοῦς Τετραπλάσιος τεταρταῖος τετρὰς Τετράκις 5 πέντε πέμπτος, -η, - ον πενταπλοῦς Πενταπλάσιος πεμπταῖος πεμπὰς Πεντάκις 6 ἓξ ἕκτος, -η,-ον ἑξαπλοῦς ἑξαπλάσιος - ἑξὰς ἑξάκις Παρατήρηση: Για τη μελέτη όλων των αριθμητικών βλέπε τη Γραμματική της Aρχαίας Ελληνικής, σελ. 128 έως 133.
  • 37. ΑΝΩΜΑΛΑ ΕΠΙΘΕΤΑ Τα συνηθέστερα ανώμαλα επίθετα είναι τα εξής: ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον. Ανώμαλα επίθετα είναι και τα ελλειπτικά: ὁ, ἡ σῶς , τὸ σῶν και ὁ φροῦδος, ἡ φρούδη (και ἡ φροῦδος), τὸ φροῦδον (βλ. Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, σελ.113-114, παρ.4 ,5). Η κλίση των ανωμάλων επιθέτων  ὁ πολύς, ἡ πολλή, τὸ πολὺ Ενικός αριθμός Αρσενικό θηλυκό ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. ὁ πολὺς τοῦ πολλοῦ τῷ πολλῷ τὸν πολὺν (ὦ) πολὺ ἡ πολλὴ τῆς πολλῆς τῇ πολλῇ τὴν πολλὴν (ὦ) πολλὴ τὸ πολὺ τοῦ πολλοῦ τῷ πολλῷ τὸ πολὺ (ὦ) πολὺ Πληθυντικός αριθμός Αρσενικό θηλυκό ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. οἱ πολλοὶ τῶν πολλῶν τοῖς πολλοῖς τοὺς πολλοὺς (ὦ) πολλοὶ αἱ πολλαὶ τῶν πολλῶν ταῖς πολλαῖς τὰς πολλὰς (ὦ) πολλαὶ τὰ πολλὰ τῶν πολλῶν τοῖς πολλοῖς τὰ πολλὰ (ὦ) πολλὰ  ὁ μέγας, ἡ μεγάλη, τὸ μέγα Ενικός αριθμός
  • 38. αρσενικό θηλυκό Ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. ὁ μέγας τοῦ μεγάλου τῷ μεγάλῳ τὸν μέγαν (ὦ) μέγα ἡ μεγάλη τῆς μεγάλης τῇ μεγάλῃ τὴν μεγάλην (ὦ) μεγάλη τὸ μέγα τοῦ μεγάλου τῷ μεγάλῳ τὸ μέγα (ὦ) μέγα Πληθυντικός αριθμός αρσενικό Θηλυκό ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. οἱ μεγάλοι τῶν μεγάλων τοῖς μεγάλοις τοὺς μεγάλους (ὦ) μεγάλοι αἱ μεγάλαι τῶν μεγάλων ταῖς μεγάλαις τὰς μεγάλας (ὦ) μεγάλαι τὰ μεγάλα τῶν μεγάλων τοῖς μεγάλοις τὰ μεγάλα (ὦ) μεγάλα  ὁ πρᾶος, ἡ πραεῖα, τὸ πρᾶον Ενικός αριθμός αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. ὁ πρᾶος τοῦ πράου τῷ πράῳ τὸν πρᾶον (ὦ) πρᾶε ἡ πραεῖα τῆς πραείας τῇ πραείᾳ τὴν πραεῖαν (ὦ) πραεῖα τὸ πρᾶον τοῦ πράου τῷ πράῳ τὸ πρᾶον (ὦ) πρᾶον Πληθυντικός αριθμός αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο ονομ. γεν. δοτ. αιτ. κλητ. οἱ πρᾶοι τῶν πραέων τοῖς πραέσι τοὺς πράους (ὦ) πρᾶοι αἱ πραεῖαι τῶν πραειῶν ταῖς πραείαις τὰς πραείας (ὦ) πραεῖα τὰ πραέα τῶν πραέων τοῖς πραέσι τὰ πραέα (ὦ) πραέα